Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΤΙΤΛΟ: «ΕΙΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΝ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» ΜΕ ΘΕΜΑ «Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΩΣ ΦΑΝΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ».

 

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΩΣ ΦΑΝΕΡΩΣΗ

ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Πρόθεσή μου εἶναι νὰ παρουσιάσω ἐνώπιόν σας τὰ στοιχεῖα ποὺ δείχνουν ὅτι ἡ θεία Λειτουργία φανερώνει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐδῶ καὶ τώρα. Ἂν μάλιστα δεχτοῦμε ὅτι ἡ θεία Λειτουργία κατεξοχὴν ἐνεργεῖ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ δεχτοῦμε ἐπίσης ὅτι ἡ θεία Λειτουργία ἐγγίζει νὰ εἶναι, κάθε φορὰ ποὺ ἐνεργεῖται, μία δεύτερη παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ τελευταία ἐπισήμανση βασίζεται στὴν ἐξαγγελία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του, ἀμέσως μετὰ τὴν τέλεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅτι δὲν θὰ ξαναπιεῖ αὐτὸ τὸ κρασὶ τῆς εὐχαριστίας μέχρι νὰ τὸ ξαναπιεῖ καινούργιο μαζί τους («οὐ μὴ πίω ἀπ᾽ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ᾽ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου», Ματθ. 26,29 – «… ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ», στὸ Λουκ. 22,19). Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἐγκαταλείπεται ἡ προσμονὴ τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅπως διατυπώνεται στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως («Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος»), ἀλλὰ ὅτι ψηλαφεῖται ὡς παρούσα καὶ ὄχι ἀκόμα. Πρόκειται γιὰ μιὰ δυναμικὴ παρουσία ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ γνωρίζουμε τὸ περιεχόμενό της ὡς κοινωνία μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἂς δοῦμε τώρα τὰ σημεῖα ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν αὐτὴ τὴν ψηλάφηση ποὺ διατύπωσα στὴν εἰσαγωγικὴ πρόταση:

 

1. Ἡ ἔναρξη τῆς Λειτουργίας ξεκινάει μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Δηλαδὴ μὲ τὸ ποὺ ξεκινᾶμε ἐξαγγέλλεται ἡ προοπτικὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὡς γεγονὸς ἐντὸς τῆς θείας Βασιλείας. Ἡ παρουσία αὐτῆς τῆς Βασιλείας συνδέεται μὲ τὰ ἔσχατα ποὺ τὰ ἀντιλαμβανόμαστε ὡς παρόντα. Ἡ ἔκφραση «ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» εἶναι ἔκφραση ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἔσχατη κατάσταση τῆς ἱστορίας, σ᾽ αὐτὸ ποὺ συνηθίζουμε νὰ λέμε Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ὅταν ὅλα θὰ συμφιλιωθοῦν καὶ ὁ Κύριος θὰ εἶναι ἀνάμεσα σὲ ὅσους ἀξιωθοῦν τῆς θείας υἱοθεσίας. Αὐτὴ ἡ Βασιλεία πραγματοποιεῖται, ἢ τουλάχιστον ὑπάρχει πρόθεση νὰ πραγματοποιηθεῖ μέσα στὴ θεία Λειτουργία, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐξαγγέλλεται ὡς τὸ ἔσχατον ἐντὸς τῆς ἱστορίας· τὸ ἔσχατον γίνεται παρόν. Εἶναι ἀπόλυτα νομίζω ἐμφανὴς ὁ ἐσχατολογικὸς χαρακτήρας ποὺ ἔχει ἡ θεία Λειτουργία, κατὰ τὸ δεύτερο κυρίως μέρος της, ἀλλὰ ξεκινάει ἀπὸ τὸ πρῶτο: ζοῦμε μέσα στὴν ἱστορία, ἀλλὰ ἀνάγουμε τὴν ἱστορία στὸν Θεὸ καὶ ξαναπαίρνουμε τὴν ἱστορία ὡς Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Γιὰ νὰ καταλάβουμε τί σημαίνει ἡ ἐναρκτήρια φράση ποὺ μᾶς εἰσάγει στὴ θεία Λειτουργία, θὰ πρέπει νὰ ξαναθυμηθοῦμε τὴ δυναμικὴ διάζευξη ἀνάμεσα στὸν κόσμο τοῦτο καὶ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ὅπως ἀναπτύσσεται στὰ συγγράμματα τῶν μαθητῶν του, κυρίως τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Ὁ κόσμος, πλήρωμα τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἶναι δημιουργία τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶναι ὄμορφος, καλὸς λίαν. Αὐτὸς ὁ κόσμος ἀμαυρώνεται λόγῳ τῆς ἀνταρσίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀρχίζει νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀντίθεες δυνάμεις. Τὴ διαδρομὴ καὶ τὴν ἐξέλιξη αὐτοῦ τοῦ ἀμαυρωμένου κόσμου τὴν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς ἱστορία – ἱστορία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ὡστόσο, μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν ἱστορία διαβαίνει ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, κυρίως ὡς παρουσία τοῦ ἐνυπόστατου Λόγου, παρουσία ἄγνωστη γιὰ τοὺς πολλούς, γνωστὴ ὅμως γιὰ λίγους ποὺ ἀξιώνονται νὰ γίνουν φίλοι τοῦ Θεοῦ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐπισημαίνει, στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου του, ὅτι «ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» (1,10).

Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου καὶ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἡ ἀποκατάσταση τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἀνάδειξή του σὲ κόσμο τοῦ Θεοῦ, ἤ, ὅπως διατυπώνεται στὰ εὐαγγέλια, σὲ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρχὴ γίνεται μὲ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ Δεύτερη Παρουσία του. Ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν τραγικότητα τῆς ἱστορίας ποὺ πορεύεται ἀνάμεσα στὸν παλαιὸ κόσμο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου τούτου καὶ στὸν καινούργιο κόσμο ποὺ ἔχει ἐγκαινιαστεῖ μὲ τὸν Σταυρό, τὴν Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν Πεντηκοστή. Μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας εἰσάγεται ἐντὸς τῆς ἱστορίας μιὰ νέα κατάσταση, ἀναιρετικὴ τοῦ παλαιοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος (παλαιὸς κόσμος) τὴν ἐχθρεύεται καὶ τὴν ἀνταγωνίζεται.

Πρὶν προχωρήσουμε στὴ σύνδεση τῆς ἐναρκτήριας φράσης μὲ τὰ τεκταινόμενα στὴ θεία Λειτουργία, θὰ ἤθελα νὰ προσεγγίσουμε τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς πρότασης ἐν σχέσει μὲ τὴ σημασία της γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀνθρωπολογία. Ἡ διατύπωση «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» ἀποκτᾶ ἀσφαλῶς συγκεκριμένο περιεχόμενο μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μποροῦμε ὅμως νὰ ἀναζητήσουμε τὴ διατύπωσή της καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ ἀρχαιότερη διατύπωση βρίσκεται στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου (19,6), ὅταν μὲ τὴ Διαθήκη του ὁ Θεὸς καθιστᾶ τὸν λαό του «βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον». Ἔκτοτε, ἡ ἔννοια τῆς Βασιλείας ἀπασχολεῖ πολλοὺς συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄλλοτε ὡς ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἄλλοτε ὡς ἐσχατολογικὸ ὅραμα. Αὐτὸ τὸ δεύτερο, τὸ ἐσχατολογικὸ ὅραμα, μυσταγωγεῖ τοὺς πραγματικὰ εὐσεβεῖς Ἰουδαίους καὶ προετοιμάζει τὸ κήρυγμα τῆς Βασιλείας ποὺ εἶναι ἐγγύς, ὅπως διατυπώνεται ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο: «ἤγγικεν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3,2).

Αὐτὴ τὴ Βασιλεία ἐγκαθιστᾶ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τὸ ξεδίπλωμα τοῦ περιεχομένου της γίνεται τὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς ἀντιπαράθεσής του μὲ τὴν ἱερατικὴ τάξη τῆς ἐποχῆς του. Τὸ ἐρώτημα δηλαδὴ ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴ σύγκρουση, εἶναι ἐρώτημα περὶ Βασιλείας: γιὰ ποιὰ Βασιλεία πρόκειται. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ἡ ἱερατικὴ καὶ ἡ κατεστημένη θρησκευτικὴ τάξη ἐγκλωβίζει τὸ περιεχόμενό της μέσα στὰ ὅρια τῆς ἱστορίας, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Ἰησοῦς τὸ ἀνοίγει σὲ μιὰ προοπτικὴ ἀτελεύτητου χρόνου καὶ ἀπέρατου τόπου. Ἡ Βασιλεία ποὺ ἐπαγγέλλεται ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἐνδοκοσμική. «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», θὰ παρατηρήσει στὸν Πιλάτο. Εἶναι ἡ νέα πραγματικότητα. Ἡ Δημιουργία ξαναπλάθεται, γίνεται πραγματικὴ Δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ γιατὶ μὲ τὸν ἐρχομό της τερματίζεται ἡ κυριαρχία τοῦ Διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά μας, φέρει τὴ φύση μας, ἀθανατίζει αὐτὴ τὴ φύση.

Γιατί ὅμως δὲν ἀρκούμαστε νὰ μιλήσουμε γιὰ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μίλησε στὸ κήρυγμά του, ὅπως τὰ Εὐαγγέλια καὶ οἱ Ἀπόστολοι μίλησαν, ἀλλὰ ἐκτείνουμε τὴν ἐξαγγελία σὲ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τί ὁδήγησε τοὺς ἅγιους Πατέρες νὰ προχωρήσουν σὲ αὐτὴ τὴν τριαδολογικὴ διατύπωση; Μιὰ διατύπωση μάλιστα ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται γύρω στὸν 4ο αἰώνα; Μὰ ἀσφαλῶς οἱ αἱρέσεις. Αὐτὸ ποὺ γιὰ τρεῖς αἰῶνες αὐτονοήτως ἦταν γνωστὸ λόγῳ μιᾶς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, ἄρχισε νὰ διαστρέφεται ἀπὸ τὸν φιλοσοφικὸ καὶ λογικὸ στοχασμό. Θεωρήθηκε λοιπὸν ἐπάναγκες νὰ διατυπωθοῦν ἢ νὰ ἐπαναδιατυπωθοῦν οἱ ὅροι τῆς πίστεως. Καὶ ἦταν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ποὺ ἀνέλαβαν αὐτὸ τὸ ἔργο.

Αὐτὲς οἱ διατυπώσεις δὲν ἀναφέρονται στὴ διαφύλαξη μιᾶς ἀντικειμενικῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ στὴ διαφύλαξη τῶν ὅρων τῆς ὁδοῦ τῆς σωτηρίας. Ἡ συνεχὴς ὑπενθύμιση τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ ἀποβλέπει στὴ συνεχὴ ὑπενθύμιση μιᾶς ἀνάλογης τριαδικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἂν ξεχάσουμε, ἢ ἂν ἀρνηθοῦμε τὸ μυστήριο μιᾶς τριαδικῆς σχέσης, κινδυνεύουμε νὰ ἐκτραποῦμε ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Καὶ ἐπειδὴ στὴ θεία Λειτουργία τελεσιουργεῖται τὸ μυστήριον τῆς σχέσης, ἡ κοινωνία δηλαδὴ τῶν πιστῶν μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν μεταξύ τους, ὡς μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους λόγους ποὺ καταθέτομε τὴν ἐπισήμανση ὅτι πρόκειται νὰ γίνουμε πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ὡς πρότυπο τὸν τριαδικὸ τρόπο τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἐπανεύρεση αὐτῆς τῆς τριαδικότητας ὡς ὑπαρξιακοῦ στοιχείου τοῦ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀναγωγή της σὲ τρόπο ζωῆς, σηματοδοτεῖ ἐπίσης τὴ διάκριση τοῦ ἀναγεννημένου πιστοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἀγνοίας καὶ τοῦ θανάτου. Ὅταν δηλαδὴ λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ, ἐννοοῦμε ἀσφαλῶς ὅτι δημιουργήθηκε κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ὑπάρχει ὁ Θεός, δηλαδὴ ὡς κοινωνία προσώπων, ἤ, μὲ μιὰ ἄλλη διατύπωση, ὡς κοινωνία ἀγάπης (βλ. «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί»). Αὐτὸς ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεμελιώδης τῆς ταυτότητάς του. Ἡ ἀπουσία αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὑπάρξεως ὀνομάζεται ἀσθένεια ἢ θάνατος· ἡ παρουσία του ὀνομάζεται ἁγιότητα ἢ θέωση. Μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ διακηρύσσουμε τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ ἀναγνωρίζουμε καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐνεργοῦμε τὴν τριαδικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ τριαδικότητα αὐτὴ σημαίνει διαρκὲς ἄνοιγμα πρὸς τὸν ἄλλο. Ὄχι μόνον σὲ ἕναν συγκεκριμένο ἄλλο, ἀλλὰ πρὸς κάθε ἄλλον, κατὰ τὸ σχῆμα ἐγὼ-ἐσὺ-αὐτός. Ὄχι στὴν αὐτάρκεια μιᾶς πολωτικῆς δυαδικότητας, ποὺ ἐγκλωβίζει δύο ἐγὼ σὲ ἀλληλοεξάρτηση, ἀλλὰ στὴν κατάσταση μιᾶς ἀνοιχτῆς στὴν παρουσία ὅλων τῶν ἄλλων κοινωνίας.

Ἡ ἀναγγελία τῆς τριαδικῆς βασιλείας καταλήγει: «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἡ φράση ἐπαναλαμβάνεται ἄπειρες φορὲς στὴν κοινή μας λατρεία, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀτομικὴ προσευχητικὴ ἄσκηση καθενός. Πρόκειται γιὰ πρόταση ἀνατροπῆς, γιατὶ μᾶς εἰσάγει σὲ διαφορετικὸ χρόνο ἀπὸ αὐτὸν στὸν ὁποῖο μᾶς ἐγκλωβίζει ἡ ἱστορία. Δὲν ἀναιρεῖται ὁ ἱστορικὸς χρόνος, ἀλλὰ «διορθώνεται» ἀνοιγόμενος σὲ λειτουργικὸ χρόνο. Καὶ ὁ λειτουργικὸς χρόνος δὲν εἶναι ἕνας εὐθύγραμμος (οὔτε βέβαια κυκλικὸς) χρόνος τοῦ πάντοτε, ἀλλὰ ἕνας χρόνος σχέσης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, θεότητας καὶ ἀνθρωπότητας. Αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ αὐτὴ τὴ σχέση λαχταροῦμε νὰ τὰ ζήσουμε, καὶ αὐτὴ τὴ λαχτάρα μας τὴν καταθέτουμε.

Τὸ ὅτι αὐτὴ τὴ λαχτάρα μας καταθέτομε, ὅλοι ὅσοι ἔχουμε συναχθεῖ γιὰ νὰ τελέσουμε τὴν πράξη τῆς εὐχαριστίας καὶ νὰ κατορθώσουμε τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας, φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἀκολουθεῖ: «Ἀμήν». Αὐτὸ τὸ Ἀμὴν σημαίνει συμφωνία, κατάφαση, ἀλλὰ καὶ εὐχή. Ἡ λέξη εἶναι ἑβραϊκή, καὶ σημαίνει ἀληθῶς, γένοιτο, ἐκφράζει βεβαιότητα. Στὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ ἡ λέξη ἀποκτᾶ τὴν οἰκουμενική της διάσταση, γίνεται ἡ λέξη ποὺ καταφάσκει στὴν παρουσία του καὶ στὸ ἔργο του. Πιστεύω ὅτι δὲν εἶμαι ὑπερβολικός, ἂν ἰσχυριστῶ ὅτι πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς δύο γλυκύτερες λέξεις στὴ ζωὴ κάθε πιστοῦ· ἡ ἄλλη εἶναι τὸ ὄνομα Ἰησοῦς Χριστός.

 

2. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐναρκτήρια ἐκφώνηση, ἀκολουθεῖ μία ὁμάδα προσευχητικῶν καταθέσεων ποὺ ἐμπεριέχουν αἰτήματα, καὶ ποὺ τὰ ὀνομάζουμε «Εἰρηνικά», ἐξαιτίας τῶν δύο πρώτων αἰτημάτων ποὺ ἀναφέρονται στὴν εἰρήνη. Πρόκειται βέβαια γιὰ πανανθρώπινα αἰτήματα. Ὅμως, μετὰ τὴν πρώτη ἀναφορὰ ποὺ μᾶς προσανατολίζει σὲ ἐσωτερικὴ εἰρηναία κατάσταση, σπεύδουμε νὰ προσδιορίσουμε τὴν εἰρήνη τὴν ὁποία αἰτούμεθα: ἄνωθεν εἰρήνη καὶ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Τὸ πρῶτο αἴτημα ποὺ καταθέτουμε εἶναι ἀνακεφαλαιωτικὸ ὅλων τῶν αἰτημάτων ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Ἐπίσης, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς θείας Λειτουργίας καταθέτουμε τὸ ἐρώτημα τῆς διαλεκτικῆς ἀνάμεσα στὴν ἱστορία καὶ στὴ Βασιλεία, ἀνάμεσα στὸν «κόσμον τοῦτον» καὶ στὸν «κόσμον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τοὺς χριστιανούς, ἱστορία καὶ Βασιλεία δὲν ταυτίζονται. Μόνη της ἡ ἱστορία δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ Βασιλεία, ἀκόμη καὶ ὅταν ἔχει νὰ μᾶς παρουσιάσει σπουδαῖα ἐπιτεύγματα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καὶ πράξης, ὅσο ἡ προοπτική της εἶναι ἐγκλωβισμένη σὲ μιὰ αὐτόνομη διάσταση ἢ βασίζεται σὲ διαχείριση τῶν κτιστῶν δυνάμεων. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ἱστορία χρειάζεται ἕνα ἄλλο περιεχόμενο, ποὺ θὰ τὸ ἀντλήσει ἐκτὸς τῆς κτιστότητας, περιεχόμενο ποὺ ἡ βιβλικὴ γλώσσα τὸ ὀνομάζει παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς παρουσίας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπισημαίνεται ὅτι σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου σημαίνει ἀποδοχὴ ἄνωθεν παρουσίας.

Ἡ «ἄνωθεν εἰρήνη» εἶναι ἡ εἰρήνη ποὺ φέρει ὁ Χριστός. Τὸ ἐπίρρημα «ἄνωθεν» χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη γιὰ νὰ προσδιορίσει τὴν ἀναγεννητικὴ δύναμη ποὺ φέρει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο γιὰ νὰ προσδιορίσει τὸ ἀληθὲς περιεχόμενο τῆς θείας δωρεᾶς: «Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων» (Ἰακ. 1,17), φράση ποὺ ἀκοῦμε στὴν ὀπισθάμβωνο εὐχὴ πρὶν τὴν Ἀπόλυση. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔχει διευκρινίσει στοὺς μαθητές του, ἀναγγέλλοντας τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ θὰ ἀποκαλύψει «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν», ὅτι ἡ εἰρήνη ποὺ αὐτὸς δίδει δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν εἰρήνη ποὺ μπορεῖ νὰ προσφέρει ὁ κόσμος: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. 14,27). Πρόκειται γιὰ εἰρήνη ποὺ ἐγκαθιστοῦν ἐντός μας οἱ ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴ δυναμικὴ ποὺ ἐμπεριέχει ὁ χαιρετισμὸς τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στοὺς μαθητές του: «εἰρήνη ὑμῖν» (βλ. Ἰωάν. 20,21 κἑ.).

Τὸ αἴτημα γιὰ ἄνωθεν εἰρήνη συνδέεται μὲ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἑπομένως ἐντάσσεται σὲ ἐσχατολογικὴ προοπτική. Καὶ ὅταν ἀναφερόμαστε σὲ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἀναφερόμαστε σὲ θεραπεία τῆς φύσεως, ἡ ὁποία ἀσθενεῖ λόγῳ τῆς ροπῆς πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ λόγῳ τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου. Τὸ ἐρώτημα γιὰ σωτηρία ἔχει ὑπαρξιακὸ περιεχόμενο καὶ ὄχι ἁπλῶς ἠθικό.

 

3. Ἑπόμενο βῆμα ποὺ κάνει παρούσα τὴν ἐσχατολογικὴ διάσταση τῆς θείας Βασιλείας, εἶναι ἡ ὕψωση τοῦ εὐαγγελίου στὸ μέσον τοῦ ναοῦ, μὲ τὴν ἐκφώνηση: Σοφία· Ὀρθοί. Πρόκειται γιὰ δύο λέξεις. Σοφία ἡ μία, σὲ ἑνικὸ ἀριθμό. Ὀρθοὶ ἡ δεύτερη, σὲ πληθυντικὸ ἀριθμό. Ἡ πρώτη δηλώνει τί περιέχει τὸ βιβλίο, δηλαδὴ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ὑψώνεται στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ. Δηλώνει ὄχι τὴ σοφία τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σοφία αὐτὴ ἔχει ὄνομα, ἔχει πρόσωπο, εἶναι ἐνυπόστατη. Εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Οἱ πράξεις του καὶ οἱ λόγοι του εἶναι ἀποτυπωμένοι στὶς περικοπὲς τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἡ δεύτερη λέξη, τὸ Ὀρθοί, ἀπευθύνεται στὸ λαό. Ὄρθιοι. Ὄχι γιατὶ εἴμαστε καθισμένοι καὶ πρέπει νὰ σηκωθοῦμε, ἀλλὰ γιατὶ εἴμαστε πεσμένοι, πεπτωκότες, καὶ τώρα μποροῦμε νὰ ἀνορθωθοῦμε. Ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἁπλῶς ὡς ἐξαγγελία μέσῳ ἁγίων ἀνθρώπων, τῶν προφητῶν π.χ., ἀλλὰ ὡς σωτηριώδης παρουσία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀνάμεσά μας. Σὲ λίγο θὰ ἀκούσουμε ἀπὸ τὸ στόμα του λόγους ἀθανασίας, περιγραφὲς πράξεων ποὺ ἀνατρέπουν τὴν ἱστορία τῆς φθορᾶς. Καλούμαστε νὰ εἴμαστε σὲ ἐγρήγορση.

Ἡ ἀκρόαση τῆς περικοπῆς τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου δὲν ἐνεργεῖται μὲ νοητικὲς ἢ ἀντιληπτικὲς ἱκανότητες ποὺ ἐνιδρύει ἐντός μας ἡ ἀνθρώπινη φύση μας. Γι᾽ αὐτὸ προηγεῖται προσευχὴ γιὰ ἐνίσχυση τῶν φυσικῶν αὐτῶν ἱκανοτήτων μὲ ἐνέργειες ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὸν Θεό: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε, Δέσποτα, τὸ τῆς Σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς, καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν Σου κηρυγμάτων κατανόησιν». Ἡ εὐχὴ εἶναι εὔγλωττη. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ περιεχόμενο τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου χωρὶς τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐγκαθιδρύει ἐντὸς τῶν πιστῶν τὶς ἐνέργειές του καὶ τὸν καθιστᾶ ἐπαρκὴ στὴ μυσταγωγικὴ προσέγγιση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ. Τὸ περιεχόμενο τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου δὲν προσεγγίζεται λογικά. Μιὰ τέτοια προσέγγιση, λογική, φιλολογική, ἱστορική, συναισθηματική, ἂν καὶ ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν εἶναι λάθος, ἐμπεριέχει ὅμως παγίδες ἀναγωγῆς τοῦ ἱεροῦ κειμένου σὲ λόγο τοῦ κόσμου τούτου, τοῦ ἀφαιρεῖ τὸ ἀποκαλυπτικό του στοιχεῖο. Σὲ αὐτὲς τὶς παγίδες ἐγκλωβίζονται ὅσοι ἐπιχειροῦν νὰ προσεγγίσουν τὸν εὐαγγελικὸ λόγο ὡς γυμνὸ ἀνθρώπινο λόγο. Αὐτὸς ὁ λαθεμένος τρόπος ἀποτελεῖ πηγὴ αἱρέσεων, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅλων τῶν αἱρέσεων.

Θὰ ἔχετε παρατηρήσει ὅτι μετὰ τὴν ὕψωση τοῦ Εὐαγγελίου συνηθίζουμε νὰ ψάλλουμε τὰ ἀπολυτίκια, ἕνα, δύο, τρία, ἀνάλογα, καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἡμέρας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μὲ τὰ ἀπολυτίκια καὶ τὸ κοντάκιο δίνουμε ἕνα ἰδιαίτερο περιεχόμενο σὲ ἕναν χρόνο ποὺ τὸν βιώνουμε ἀσφαλῶς ὡς ἱστορικὸ καὶ ποὺ καλούμαστε νὰ τὸν ἀνυψώσουμε σὲ αἰώνιο χρόνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὁ χρόνος τῶν χριστιανῶν δὲν εἶναι μιὰ διαδοχὴ ἡμερῶν ποὺ παίρνουν περιεχόμενο ἀπὸ ἀνθρώπινες συμβάσεις, ἀποφασίζουμε δηλαδὴ νὰ τὶς λέμε ἔτσι ἢ ἀλλιῶς τὶς ἡμέρες, οὔτε ἀπὸ φυσικὰ μεγέθη ἐποχῶν, γυρισμάτων τῆς γῆς ἢ τοῦ ἥλιου. Γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ἡ κάθε ἡμέρα ἀνάγεται στὴν ἐσχατολογικὴ δόξα συγκεκριμένων φίλων τοῦ Θεοῦ, αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζουμε Ἁγίους. Δηλαδὴ τὴν ἡμέρα μας τὴν νοηματοδοτοῦμε ἀπὸ τὴ δόξα ἑνὸς Ἁγίου, ὁ ὁποῖος εἶναι δοξασμένος στὰ ἔσχατα, καὶ ἀπὸ τὰ ἔσχατα ἔρχεται σ᾽ ἐμᾶς προσδίδοντας ἄλλο νόημα στὴν ἱστορία.

 

4. Ὁ χερουβικὸς ὕμνος μᾶς παίρνει ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ μᾶς πάει στὴ Βασιλεία. Αὐτὴ εἶναι ἄλλωστε ἡ πρόθεσή μας. Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας χρειάζεται νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὰ στοιχεῖα τῆς ἀναγκαιότητας, ποὺ μᾶς ἐγκλωβίζουν στὸν τόπο τῆς αἰχμαλωσίας. Γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Δεσπότη αὐτοῦ τοῦ δείπνου, χρειάζεται νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες. Ἐπιθυμοῦμε νὰ εἰκονίζουμε τὰ Χερουβείμ, ποὺ δορυφοροῦν καὶ δοξολογοῦν τὸν Κύριο, ὅπως περιγράφεται στὸ ὅραμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα καὶ στὸ ὅραμα τῆς Ἀποκάλυψης. Καὶ τὸν προσάγουμε αὐτὸν τὸν αἶνο ἔχοντας εἰσέλθει στὴ λειτουργική μας σύναξη χωρὶς νὰ κουβαλᾶμε τὶς ἀποσκευὲς τοῦ βίου μας, τὶς λεγόμενες βιοτικὲς μέριμνες.

 

5. Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως. Γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὸν τριαδικὸ Θεό, χρειάζεται νὰ καταθέσουμε τὴν μεταξύ μας ἀγάπη: «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν». Ἡ ἀτομικὴ προσέγγιση στὴν πίστη εἶναι βέβαια ἡ ἀφετηρία τῆς ὁδοιπορίας ἑνὸς ἑκάστου πρὸς τὸ μυστήριο τῆς υἱοθεσίας, ἀλλὰ ἂν δὲν ὁδηγηθεῖ πρὸς τὴν τριαδικὴ σχέση, πρὸς τὴν κοινωνία τῶν προσώπων, πρὸς τὴν ἐπίγνωση μιᾶς ἀλληλοπεριχώρησης μεταξύ μας, πρὸς τὴν ἀγάπη δηλαδὴ ὡς στάση καὶ τρόπο ζωῆς, κινδυνεύει νὰ γλιστρήσει σὲ ἰδεολόγημα ἢ σὲ θρησκευτικὸ παγανισμό. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐγκαλεῖ ὅσους ἀντιλαμβάνονται τὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεὸ ὡς ἀτομική τους ὑπόθεση, εἴτε καταγγέλλοντας τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Φαρισαίου ποὺ ἐπιζητεῖ τὴν ἀτομικὴ δικαίωση ὡς τάχατες εὐσεβής, εἴτε ζητώντας ἀπὸ ὅποιον προσέρχεται στὸ θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι καταλλαγμένος μὲ τὸν ἀδελφό του.

Εἴμαστε τώρα στὸν τόπο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νὰ μὴν εἴμαστε στὴν καρδιά της, ἀφοῦ δὲν ἔχουμε ἑνωθεῖ ἀκόμη μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ εἴμαστε στὰ κράσπεδα τῆς Βασιλείας του. Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ φανερώσουμε εἶναι ἡ σχέση μας. Εἴμαστε τὰ διασκορπισμένα μέλη τῆς δημιουργίας ἢ εἴμαστε τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; Ἂν εἴμαστε τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μόνο ἀγάπη ὑπάρχει μεταξύ μας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὸν κοινὸ ἀσπασμό. Παλαιότερα ὁ κοινὸς αὐτὸς ἀσπασμὸς γινόταν πράγματι μεταξὺ τῶν πιστῶν. Σήμερα γίνεται μεταξὺ τῶν ἱερέων, ὅταν λειτουργοῦν περισσότεροι ἀπὸ ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ὁρατὸς τρόπος νὰ καταθέσουμε τὴ μεταξύ μας ἀγάπη. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνας νοητὸς τρόπος, ποὺ θὰ πρέπει νὰ τὸν ἔχουμε ὑπόψη μας. Νὰ ἀσπαζόμαστε τοὺς ἀδελφούς μας μὲ ἀσπασμὸ ψυχῆς καὶ καρδιᾶς. Οὐσιαστικὰ δηλαδὴ νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ ἀναφορά μας στὸν Θεὸ διέρχεται διὰ τῆς σχέσης μας μὲ τοὺς ἄλλους.

 

6. Ἡ ἁγία Ἀναφορὰ εἶναι ἕνα ἐκτεταμένο κείμενο, ἔχει δικά του ἐσωτερικὰ μέρη, τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ τὰ διακρίνουμε: α) Πρῶτα πρῶτα ξεκινᾶμε μὲ ἕναν ἐπινίκιο ὕμνο, ἐφόσον μέσα στὴ Βασιλεία εἴμαστε ἐνθουσιασμένοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ ὑμνοῦμε σὰν νὰ ἔχουμε δώσει τὴ μάχη καὶ νὰ ἔχουμε νικήσει. β) Μὲ τὴν Ἀνάμνηση ἐπισημαίνουμε ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἐνεργήθηκαν μέσα στὴν ἱστορία γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἰδιαίτερα τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. γ) Μὲ τὴν Ἀναφορὰ ἀναφέρουμε τὰ δῶρα στὸν Πατέρα. δ) Μὲ τὴν Ἐπίκληση ζητᾶμε νὰ ἁγιαστοῦν αὐτὰ τὰ δῶρα, καὶ ε) Μὲ τὸν Καθαγιασμὸ μετέχουμε ὡς συμπροταγωνιστὲς στὸ γεγονὸς τῆς μεταβολῆς τῶν τῶν δώρων μας σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ.

Ἡ ἁγία Ἀναφορὰ ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ προσκλητήριο ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ζώντων καὶ τεθνεώτων, παρόντων καὶ ἀπόντων. Ἀναφερόμαστε στὴν κυρία Θεοτόκο, στοὺς προφῆτες, στοὺς μάρτυρες, στοὺς ὅσιους, στὸν κλῆρο, στὸν λαό. Γιὰ ὅλους τελικὰ μιλᾶμε, ἀλλὰ θέλουμε νὰ δείξουμε ὅτι ὑπάρχουν διακονήματα. Ὑπάρχουν δρόμοι ποὺ συγκλίνουν. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ Δίπτυχα. Τὰ Δίπτυχα εἶναι μιὰ καταληκτήρια εὐχὴ ὅλης τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, ποὺ θέλει νὰ δείξει ὅτι αὐτὴ ἡ θυσία δὲν γίνεται μόνο γιὰ μᾶς, ἀλλὰ γίνεται γιὰ τοὺς πάντες. Γίνεται καὶ γιὰ τοὺς νεκρούς μας, γιὰ τοὺς ἀπὸ αἰώνων νεκρούς, γίνεται καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ ὅλη δηλαδὴ τὴ δημιουργία. Σ᾿ αὐτὰ τὰ Δίπτυχα φαίνεται ὅτι ἀποδεχόμαστε τὴν πρώτη κλήση ποὺ μᾶς ἔγινε, νὰ διαχειριζόμαστε τὴ δημιουργία. Τὰ Δίπτυχα ξεκινοῦν πρῶτα μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου, σὲ ποιοῦ ἐπισκόπου τὸ ὄνομα γίνεται αὐτὴ ἡ Λειτουργία. Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ στὸν ἐπίσκοπο δὲν ἔχει τιμητικὸ χαρακτήρα· εἶναι οὐσιαστικὸ νὰ ξέρουμε ὅτι εἴμαστε κοινότητα ποὺ εἶναι σὲ κοινωνία μὲ ὅλες τὶς ὀρθόδοξες κοινότητες, καὶ ἔχουμε κανονικὸ πρόεδρο, δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες.

Ἂς ἐπανέλθουμε τώρα στὴν Ἀνάμνηση, ἕνα τμῆμα τῆς θείας Εὐχαριστίας ποὺ κατεξοχὴν καταθέτει τὴν πραγματικότητα τῆς εἰσόδου τῶν ἐσχάτων στὸ παρόν: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας».

Στὴ θεία Λειτουργία, καὶ ἰδιαίτερα στὸ τμῆμα της ποὺ ὀνομάζουμε θεία Εὐχαριστία, ἀνεβαίνουμε κλίμακες, ἀναβαθμούς. Θέλω νὰ πῶ, ὅτι μετέχουμε μιᾶς μυητικῆς πορείας, ὅπου ξεδιπλώνονται σὲ κάθε ἀναβαθμὸ ἀποκαλυπτικὲς πράξεις. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, βρισκόμαστε τώρα σὲ μιὰ σημαντικὴ στιγμὴ τῆς λειτουργικῆς μας πράξης. Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ προσφέρουμε τὰ δῶρα μας στὸν οὐράνιο Πατέρα, πρῶτον ὡς εὐχαριστία γιὰ τὰ ὑπερφυῆ δῶρα του, τὸ Πάθος, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Υἱοῦ του, καὶ δεύτερον γιὰ τὴν εἴσοδο τῆς Βασιλείας του μέσα στὴν ἱστορία. Τὸ νὰ ἀντλεῖς ἀπὸ τὴ μέλλουσα Δευτέρα Παρουσία τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς σου, καὶ αὐτὸ νὰ ἀποτελεῖ συγχρόνως ἀνάμνηση σὰν νὰ ἔχει ἤδη πραγματοποιηθεῖ, εἰσάγει ἕναν νέο τρόπο σκέψης ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἕναν νέο τρόπο ζωῆς. Ἐντάσσεις τὸν ἑαυτό σου σὲ μιὰ σχέση πού, ἐνῶ ἔχει ὡς τόπο δράσης τὴν ἱστορία, οὐσιαστικὰ ἀναπαύεται στὴ μέλλουσα Βασιλεία. Ὁ τόπος καὶ ὁ τρόπος δράσης λαμβάνει περιεχόμενο καὶ ἐκφράζεται στὴ διαλεκτικὴ «ἐν τῷ κόσμῳ» καὶ «ἐκτὸς τοῦ κόσμου». Καὶ ἕνα τέτοιο περιεχόμενο ἀνατρέπει τὶς ἀξιολογήσεις καὶ τὶς προτεραιότητες ποὺ ὁ ἄνθρωπος κατέθετε ἢ ἐξακολουθεῖ νὰ καταθέτει στὸν ἐπίγειο βίο του. Ὁ πόνος μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ βῆμα γιὰ χαρά, ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὡς ζωή, ἡ μοναξιὰ μπορεῖ νὰ ἀνοιχτεῖ σὲ κοινωνία, ἡ ἁμαρτία μπορεῖ νὰ θεραπευτεῖ μὲ τὴ μετάνοια.

Εἰδικὰ στὸ τμῆμα τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς ποὺ ὀνομάζουμε Ἐπίκληση, μποροῦμε νὰ ἐπισημάνουμε τὰ ἑξῆς στοιχεῖα:

α) Δηλώνουμε ὅτι ἡ θυσία ποὺ προσφέρουμε ὡς λατρεία εἶναι λογική. Δηλαδὴ εἶναι κατὰ λόγον καὶ ὄχι κατὰ συνθήκη, ἢ κατὰ μαγική, δηλαδὴ ἀκατανόητη, ἀναφορά, ὅπως γινόταν καὶ γίνεται σὲ ἄλλες θρησκεῖες μὲ τὴ χρήση ἐπωδῶν ἢ ἐξορκισμῶν ἢ λεκτικῶν συμβολισμῶν. Ἔχουμε νοῦ διὰ τοῦ ὁποίου κατανοοῦμε καὶ ἀντιλαμβανόμαστε τὸ περιεχόμενο τῆς πράξης. Καὶ μάλιστα αὐτὸς ὁ νοῦς εἶναι φωτισμένος ὥστε νὰ ἀντιλαμβάνεται ὄχι μόνον τὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καὶ τὰ νοούμενα τῆς πράξης μας. Θυμηθεῖτε τὴν παρατήρηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ: «διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. 24,45). Μὲ ἄλλα λόγια, ὀνομάζουμε λογικὴ τὴ λατρεία μας γιατὶ ἔχουμε ἀπόλυτη συνείδηση τί πράττουμε καὶ γιατί τὸ πράττουμε. Ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση ποὺ λόγῳ κάποιας ἀνωριμότητας ἢ ἀδυναμίας δυσκολευόμαστε νὰ κατανοήσουμε τὰ κείμενα τῆς λατρείας, ὑπάρχουν οἱ Πατέρες καὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ συντρέχουν στὴν κατανόηση μὲ τὸν λόγο τους καὶ μὲ τὰ ἔργα τους. Καὶ ἐπίσης, εἶναι λογικὴ καὶ ὄχι συμβολική, γιατὶ ὅ,τι τελεῖται εἶναι πραγματικότητα, εἴτε τὴν ζοῦμε εἴτε προσπαθοῦμε νὰ τὴν ζήσουμε.

β) Δηλώνουμε ὅτι εἶναι ἀναίμακτη. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοση, τὴν πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, μαθαίνουμε ὅτι πραγματικὰ εὐάρεστη στὸ Θεὸ θυσία δὲν εἶναι ἡ προσφορὰ ὁλοκαυτωμάτων, δηλαδὴ αἱματηρὲς θυσίες ζώων, ἀλλὰ ἡ προσφορὰ μιᾶς μετανοούσας καρδίας: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. 50,19). Ἀλλὰ ἡ δήλωσή μας γιὰ τὸν ἀναίμακτο χαρακτήρα τῆς εὐχαριστιακῆς μας προσφορᾶς δὲν περιορίζεται στὸ ἠθικό του μόνον περιεχόμενο. Ἀναφέρεται κυρίως στὴν ἀποτύπωση τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἅπαξ προσέφερε τὴ ζωὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης του γιὰ νὰ λάμψει εἰς τὸ διηνεκὲς ἡ αἰώνια ζωὴ τῆς ἴδιας αὐτῆς ἀνθρώπινης φύσης, καὶ ὁ ὁποῖος ἅπαξ καὶ διὰ παντὸς συνέδεσε τὴν κτίση μὲ τὸν Δημιουργό της. Ἀπὸ τότε καὶ μετά, κάθε εὐχαριστιακὴ θυσία ἐμπεριέχει τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ἀποτελεῖ ὅμως, ὅπως διακήρυξε ὁ ἴδιος, καταγγελία τοῦ θανάτου του. Ἡ μεγάλη διαφορὰ εἶναι ὅτι στὴν εὐχαριστιακὴ θυσία δὲν εἰκονίζεται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ τὸ ἔνδοξο σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.

γ) Ἡ ἐπίκληση γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι διαρκῶς παρὸν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, ἡ παρουσία του μᾶς συνέχει καὶ μᾶς συγκροτεῖ ὡς σῶμα Χριστοῦ, μᾶς συγκροτεῖ στὴν εὐχαριστιακή μας σύναξη. Ὅμως τώρα ζητᾶμε ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα μιὰ ἐξαιρετικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν τρεῖς ἐνέργειες: ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔγινε ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἐντὸς τῆς Παναγίας, δηλαδὴ ξανὰ ἕνας Εὐαγγελισμός. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς νύμφη τοῦ Ἀρνίου, ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια λόγια τῆς Παναγίας: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1,38)· ἡ ἔκχυση τῶν δυνάμεων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντὸς ἑνὸς ἑκάστου τῶν πιστῶν, δηλαδὴ ξανὰ μία Πεντηκοστή· καὶ ἡ παρουσία του ἐντὸς τῶν δώρων μας, τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ὥστε νὰ μεταβληθοῦν σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἑνὸς Χριστοῦ ὅμως δοξασμένου ποὺ ἔχει ἐνθρονίσει τὴν ἀνθρώπινη φύση εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ἑνὸς Χριστοῦ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ ἔσχατα γιὰ νὰ κάνει τὰ ἔσχατα παρόντα.

Ἰδιαίτερα θέλω νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι πρῶτα ζητᾶμε νὰ ἔλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐφ᾽ ἡμᾶς» καὶ ἔπειτα «ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα». Ἔχουμε πλήρη συνείδηση ὅτι ἂν ἐμεῖς, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δὲν δεχτοῦμε τὶς ἁγιαστικὲς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τῶν ὁποίων θὰ συνδεθοῦμε μεταξύ μας καὶ θὰ ἀποτελέσουμε τὸν ἕνα λαὸ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχει νόημα νὰ προχωρήσει ἡ ἐκ νέου σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἕνας, ὁ Χριστός, σαρκώνεται γιὰ τοὺς πολλούς, γιὰ ἐμᾶς. Καὶ οἱ πολλοί, ἐμεῖς, δὲν μποροῦμε νὰ ὑπάρξουμε, νὰ ἔχουμε δηλαδὴ ζωή, χωρὶς τὸν Ἕνα. Ὁ δυναμικὸς αὐτὸς διάλογος τοῦ Ἑνὸς καὶ τῶν πολλῶν ἀποτελεῖ οὐσιῶδες στοιχεῖο τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν. Μοιάζει σὰν νὰ μὴν μπορεῖ ὁ Ἕνας, ὁ Χριστός, νὰ ὑπάρχει χωρὶς τοὺς πολλούς, καὶ βέβαια εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς τοὺς πολλούς, τοὺς πιστούς, χωρὶς τὸν Ἕνα, τὸν Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴ δική μας, τὴν Ὀρθόδοξη λατρεία, δὲν ἐμφανίστηκε τὸ φαινόμενο τῆς ἀτομικῆς θείας Λειτουργίας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς μίλησε γιὰ παρουσία δύο ἢ τριῶν τουλάχιστον, ὥστε νὰ εἶναι παρών: ὅπου «εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 19,20). Λειτουργοῦμε ὡς κοινωνία προσώπων καὶ ὄχι ὡς ἀτομικότητες, λειτουργοῦμε δηλαδὴ ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Εἴπαμε προηγουμένως ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὴ δόξα τῆς βασιλείας του – ὄχι ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ παρελθόν. Καὶ ἔρχεται γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει. Ἐνῶ βρίσκεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, συγχρόνως εἶναι μεθ᾽ ἡμῶν, μαζί μας. Πρόκειται γιὰ μιὰ δυναμικὴ παρουσία ποὺ διαρκῶς μεταμορφώνει τὸν κόσμο σὲ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Πρόκειται γιὰ διαρκὴ εἴσοδο τῆς Βασιλείας ἐντὸς τῆς ἱστορίας καὶ μεταμόρφωση τῆς τελευταίας σὲ Βασιλεία κατὰ ἕναν μυστικὸ τρόπο, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ λέμε «ὁ Χριστὸς ἐν μέσῳ ἡμῶν». Καὶ ὑπογραμμίζουμε ὅτι αὐτὴ ἡ παρουσία ἐνεργεῖται ἀοράτως, δηλαδὴ στὸν τόπο καὶ μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17,20-21). Ἐκεῖ, στὴ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ ψηλαφεῖται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 

Ὁ χρόνος δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἀναφερθῶ καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς θείας Λειτουργίας ποὺ ἀναφέρονται στὴ σχέση ἱστορίας καὶ θείας Βασιλείας. Θὰ σχολιάσω ὅμως τὴν καταληκτικὴ φράση ποὺ θεωρεῖται ὅτι δηλώνει ἕνα τέλος: «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν… κλπ». Σὲ ἀρχαῖες Λειτουργίες, π.χ. τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, ὑπῆρχε πράγματι μιὰ καταληκτήρια φράση ποὺ δήλωνε ἕνα οἱονεὶ τέλος: «Ἀπολύεσθε ἐν εἰρήνῃ». Αὐτὴ ἡ φράση λοιπὸν ἀντικαταστάθηκε μὲ μιὰ μετέωρη διατύπωση, κατὰ τὴ γνώμη μου γιὰ νὰ ἀφαιρέσει τὴν αἴσθηση τοῦ τέλους καὶ νὰ εἰσαγάγει τὴν αἴσθηση τῆς συνέχειας. Ἡ θεία Λειτουργία δὲν τελειώνει, ἀλλὰ κάθε πιστὸς ἀναλαμβάνει νὰ τὴν συνεχίσει μέσα στὴν ἱστορία, νὰ φωτίσει δηλαδὴ τὴν ἱστορία μὲ ὅ,τι ἔζησε ὡς Βασιλεία. Μιὰ τέτοια ὁμόλογη συνθήκη μᾶς περιγράφει τὸ εὐαγγέλιο στὸ ἐπεισόδιο τῆς Μεταμόρφωσης: οἱ μαθητὲς ζοῦν τὴν παρουσία τῆς θείας Βασιλείας καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ αἰωνίσουν τὸν χρόνο. Ὁ Χριστὸς τοὺς κατεβάζει ἀπὸ τὸ Θαβὼρ καὶ τοὺς ἐπισημαίνει ὅτι μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ κηρύξουν στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ ἔζησαν. Ἀποχωρώντας ἀπὸ τὸν ναὸ μετὰ τὴ θεία Κοινωνία, ἔχουμε ἐνισχυθεῖ ἄνωθεν καὶ καλούμαστε νὰ κηρύξουμε στὸν κόσμο ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι παρούσα.

 

22 Ἰανουαρίου 2018, Πνευματικὸ Κέντρο Ἱ.Μ. Κορίνθου