ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΣ κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2016

 

ρ. Πρωτ.     1402                                                                               ν Κορίνθ τ Ἑορτῇ τῆς κατά

                                                                                                     σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου 2016    

 

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 22α

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ

 

Πρός

τόν ερόν Κλρον, τίς Μοναστικές δελφότητες καί τόν Εσεβ Λαό τς Ἀποστολικῆς μαςερς Μητροπόλεως.

        

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, Χριστιανοί μου εὐλογημένοι καί παμφίλτατοι οἱ περί τήν Κορινθία,

 

«... μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον, Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί...»

(Α’ Τιμ. γ’, 16).

 

 

Ἡ Γέν­νη­σις τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι μέ­γα καὶ πα­ναν­θρώ­πι­νο γε­γο­νός. Ἀ­φο­ρᾶ σ᾿ ὅ­λη τὴν γῆν. Ἐν­δι­α­φέ­ρει ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους ὅ­λων τῶν γε­νε­ῶν. Εἶ­χε καί ἔχει βα­θει­ὰ ἐ­πί­δρα­σι ἐ­πὶ τοῦ χρό­νου, τῆς ἀ­λό­γου κτί­σε­ως καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ὁ χρό­νος πλέον τῆς ἐπιγείου παροικίας μας δι­χο­το­μεῖ­ται καί ἀριθμεῖται σὲ πρὸ Χρι­στοῦ καὶ με­τὰ Χρι­στὸν ἔ­τη.

Ἡ κτί­σις νε­ουρ­γεῖ­ται, «ἰ­δοὺ και­νὰ ποι­ῶ τὰ πάν­τα» (Ἀ­ποκ. κα’, 5) καὶ ὁ ἄν­θρω­πος και­νουρ­γεῖται, «τοῦ­τό ἐ­στι ἡ­μῖν ἡ πα­νή­γυ­ρις, τοῦ­το ἑ­ορ­τά­ζο­μεν σή­με­ρον,... ἵ­να τὸν πα­λαι­ὸν ἄν­θρω­πον ἀ­πο­θέ­με­νοι, τὸν νέ­ον ἐν­δυ­σώ­με­θα» (Γρηγ. Θε­ο­λ. Λό­γος ΛΗ’, ΕΠΕ 5, 40).

Τὸ γεγονός αὐ­τὸ μᾶς ὑ­πο­χρε­ώ­νει νὰ βλέ­πω­με τὴν κα­τὰ σάρ­κα γέν­νη­σι τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς Υἱ­οῦ καὶ Λόγου τοῦ Θε­οῦ ὄ­χι ὡς ἱ­στο­ρι­κή μό­νο πραγματικότητα, ἀλ­λ᾿ ὡς τὸ «μέ­γα μυ­στή­ρι­ον τῆς εὐ­σεβεί­ας». Γι᾿ αὐτό ὀ­φεί­λου­με νὰ τό προ­σεγ­γί­ζω­με μὲ δέ­ος καὶ ἔνθεο σκίρτημα καρ­διᾶς, μὴ πο­λυ­πραγ­μα­νοῦν­τες πε­ρὶ τοῦ «πῶς ἐ­σαρ­κώ­θη», ἀ­φοῦ «οὐ φέ­ρει τὸ μυ­στή­ρι­ον ἔ­ρευ­ναν» καὶ ὑ­περ­βαί­νει κά­θε προ­σπά­θει­α λο­γι­κῆς ἑρ­μη­νεί­ας, ἀλ­λὰ νὰ γνω­ρί­σω­με τὸ δι­α­τὶ «Θε­ὸς ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἐν σαρ­κί».

Ὁ θε­ο­φώ­τι­στος Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἔκθαμβος μᾶς βο­η­θεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σω­με τὸν σκο­πὸ τῆς Ἐ­ναν­θρω­πήσε­ως τοῦ Θε­οῦ δι᾿ αὐ­τὸ καὶ γρά­φει: «οὐ γὰρ ἀγ­γέ­λων ἐ­πι­λαμ­βά­νε­ται (ὁ Θε­ός), ἀλ­λὰ σπέρ­μα­τος Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­πι­λαμ­βά­νε­ται, ὅ­θεν ὤ­φει­λε κα­τὰ πάν­τα τοῖς ἀ­δελ­φοῖς ὁ­μοι­ω­θῆ­ναι» (Ἑ­βρ. β’, 16-18). Δη­λα­δὴ ὁ Θε­ὸς δὲν ἔρ­χε­ται νὰ βο­η­θή­σῃ ἀγ­γέ­λους, ἀλ­λὰ ἀ­πο­γό­νους τοῦ Ἀ­βρα­άμ, ἀν­θρώ­πους! Ὤ­φει­λε, λοι­πόν, νὰ ἐ­ξο­μοι­ω­θῇ κα­τὰ πάν­τα πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς Του αὐ­τούς, δι­ὰ νὰ ὁ­δη­γή­σῃ πολ­λοὺς ἀν­θρώ­πους εἰς τὴν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.

Ὁ Θε­ὸς ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος δι­ό­τι:

Ἡ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ, ὁ ἄν­θρω­πος, εἶ­χε ἀ­μαυ­ρω­θῆ!

Τὸ Θε­όπλα­στο σκεῦ­ος, ὁ ἄν­θρω­πος, εἶ­χε δι­α­ρρα­γῆ!

Ὁ Βα­σι­λεὺς τῆς κτί­σε­ως, ὁ ἄν­θρω­πος, εἶ­χε ἐκ­θρο­νι­σθῆ!

Τὸ ἀπ᾿ αἰῶνος σχέ­δι­ο τοῦ Θε­οῦ, ποὺ ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ γί­νῃ ὅ­μοι­ος μὲ τὸν Θε­ό, δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸ νὰ μα­ται­ω­θῇ. Τὴν ἐ­πα­να­γω­γὴ εἰς τὸ «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν» ἀ­νέ­λα­βε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός.

«Ἔ­κλι­νεν οὐ­ρα­νοὺς καὶ κα­τέ­βη» χά­ριν τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ, ἐ­νῷ ἦ­ταν τέ­λει­ος Θε­ός, γί­νε­ται τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος, «καὶ ἐ­πι­τε­λεῖ­ται τὸ πάν­των καινῶν και­νό­τα­τον, τὸ μό­νον και­νὸν ὑ­πὸ τὸν ἥ­λι­ον» (Ἰ­ω. Δαμ. ΕΠΕ 1, σελ. 282), μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ον φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ ἄ­πει­ρος δύ­να­μις τ­οῦ Θε­οῦ!

«Ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρούχ γ’, 38).

Ἐπλάσθη ὁ Πλάστης διά νά ἀναπλάσῃ τό πλάσμα Του!

Ἐγεννήθη ὁ ὑπάρχων διά νά ἀναγεννήσῃ τόν νεκρωθέντα «τῇ ἁμαρτίᾳ» ἄνθρωπον!

Ἐπτώχευσε ὁ πλούσιος διά νά πλουτίσῃ ὁ πτωχεύσας ἄνθρωπος.

Ἔ­λα­βε τὴν πτω­χὴ σάρ­κα μας καὶ μᾶς ἔ­δω­σε τὴν Θε­ό­τη­τα!

Αὐ­τὲς δὲν εἶ­ναι ρη­το­ρι­κὲς ἐκ­φρά­σεις, οὔ­τε σχή­μα­τα λό­γου, ἀλ­λὰ πραγ­μα­τι­κὲς κα­τα­στά­σεις ποὺ προ­ῆλ­θαν ἀ­πὸ τὴν Ἐ­ναν­θρώ­πη­σι τοῦ Θε­οῦ καὶ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἐμφαντικά ἑρμηνεύων γράφει ὁ Ἅγ. Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος: «Τί μυ­στή­ρι­ον γί­νε­ται γιὰ μέ­να τὸν ἄν­θρω­πον! Ἔ­λα­βα τὴν εἰ­κό­να καὶ δὲν τὴν ἐ­φύ­λα­ξα. Λαμ­βά­νει (ὁ Χρι­στὸς) τὴν σάρ­κα μου δι­ὰ νὰ σώ­σῃ τὴν εἰ­κό­να καὶ δι­ὰ νὰ ἀ­θα­να­τί­σῃ τὴν σάρ­κα» (Λό­γος ΛΗ’, ΕΠΕ, 5, 66-68).

Ποιός, λοι­πόν, νοῦς δύ­να­ται νὰ χω­ρέ­σῃ τοῦτο τὸ «ξέ­νον καὶ πα­ρά­δο­ξον μυ­στή­ρι­ον»;

Ποιὰ καρ­διὰ μπο­ρεῖ νὰ μεί­νῃ ἀ­συγ­κί­νη­τη ἐμ­πρὸς εἰς αὐτό τό με­γα­λεῖ­ο τῆς Θεί­ας Ἀ­γά­πης;...

Ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρο γε­γο­νὸς ἀ­πὸ τὸ νὰ γί­νῃ ὁ Θε­ὸς ἄν­θρω­πος καί ὁ ἄνθρωπος «Θεός»;

Καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κεύ­ω αὐ­τὲς τὶς σκέ­ψεις, εὐ­λο­γη­μέ­νοι Χρι­στια­νοί, δι­ό­τι ἡ ἑ­πτά­χρο­νος πε­ρί­που κρί­σις, ποὺ μα­στί­ζει τὴν Χώ­ρα μας, ἐ­κτός τῶν ἄλ­λων ἐγ­κυ­μο­νεῖ κιν­δύ­νους νὰ με­τα­τρέ­ψῃ στὰ μά­τια τῶν ἀν­θρώ­πων ἀπομειώνουσα τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­πὸ Σῶ­μα Χρι­στοῦ καὶ ἐργαστήριο ἁ­γι­ό­τη­τος, σὲ Κοι­νω­νι­κὸ κα­τά­στη­μα πα­ρο­χῆς εἰ­δῶν πρώ­της ἀ­νάγ­κης. Καὶ βε­βαί­ως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πράτ­τει, μετ᾿ ἐπιτάσεως μάλιστα, αὐ­τὸ ποὺ πρέ­πει καί δύναται νὰ κα­λύ­ψῃ τὶς ἀ­νάγ­κες τῶν ἀ­δελ­φῶν τοῦ Χρι­στοῦ, τῶν ἀνθρώπων. Τοῦ­το ὅ­μως ἀ­πορ­ρέ­ει ἐξ αὐ­τοῦ τοῦ γε­γο­νό­τος τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ καί ὄχι ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ὡς ἄνω συνδρομή Της κατωχυρώνει τήν θέση Της στίς ἀνθρώπινες Κοινωνίες καί τά Κράτη.

Ὅ­ταν ἡ Θεί­α Πρό­νοι­α ἔ­κλει­σε πρὸ τοῦ Ἰ­ω­σὴφ καὶ τῆς Ἁ­γί­ας Παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας τὶς θύ­ρες τῆς Βη­θλε­ὲμ ἄ­νοι­ξε τὴν εἴ­σο­δο τοῦ Σπη­λαί­ου, ὅ­που ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ θὰ ἔ­χῃ τὴν στέ­ρη­σι τοῦ χρή­μα­τος, τῆς τρο­φῆς, τῆς εὐ­ζω­ΐ­ας πρὸς ἐν­τρο­πὴ τῶν κο­σμι­κῶς εὐ­τυ­χούν­των καὶ ἐ­νί­σχυ­σι τῶν δυ­στυ­χούν­των!

Ὅ­ταν τὸ Θεῖ­ο Βρέ­φος ἐ­ξῆλ­θε ἐκ τῆς κοι­λί­ας τῆς Πα­νά­γνου Μη­τρὸς Του βρῆ­κε πα­γε­ρὲς καρ­διές, ὥ­στε ἡ Μη­τέ­ρα Του δὲν προ­σείλ­κυ­σε οὔ­τε κἄν τὸν οἶ­κτο τοῦ πλή­θους, τὸ ὁ­ποῖ­ον εἶ­χε κα­τα­κλύ­σει τὸ κα­τά­λυ­μα...

Ἀ­πὸ τὸ Σπή­λαι­ο τῆς Βη­θλε­ὲμ μαν­θά­νουν οἱ Χρι­στια­νοὶ, εἴ­κο­σι καὶ πλέ­ον αἰ­ῶ­νες τώ­ρα, νὰ προ­σφέ­ρουν καὶ νὰ προ­σφέ­ρων­ται στὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ «πλη­σί­ον» τους, ἀ­φοῦ ἡ Γέν­νη­σις τοῦ Θε­αν­θρώ­που εἶ­ναι ἕ­να γε­γο­νός ποὺ μᾶς δί­νει πολ­λά, ἀλ­λὰ μᾶς ζη­τεῖ καὶ πολ­λά. Μᾶς χά­ρι­σε τὸν Χρι­στόν, ἀλ­λὰ μᾶς κα­λεῖ νὰ προ­σφέ­ρω­με καὶ ἐ­μεῖς «πᾶσαν τὴν ζω­ὴν Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ».

Μᾶς θε­ώ­νει κα­τὰ χά­ριν ἀλ­λὰ ταὐ­τό­χρο­νά μας ὑ­πο­χρε­ώ­νει σὲ συ­νε­χῆ ἔμ­πο­νο πνευ­μα­τι­κὴ πο­ρεί­α δι­ὰ νὰ λά­βω­με αὐ­τὴν τὴν ἐμ­πει­ρί­αν. Ἔ­τσι τὸ «μυ­στή­ρι­ον τῆς εὐ­σε­βεί­ας» ὁ­δη­γεῖ εἰς τὴν ζω­ὴν τῆς εὐ­λα­βεί­ας καὶ ἡ Γέν­νη­σις τοῦ Χρι­στοῦ εἰς τὴν ἀ­να­γέν­νη­σι τοῦ ἀν­θρώ­που!

Μόνο ὁ ἐν Χρι­στῷ ἀ­να­γεν­νη­μέ­νος ἄν­θρω­πος, κα­ταν­νοεῖ­ ὅ­τι ἡ πραγ­μα­το­ποί­η­σις αὐ­τοῦ τοῦ σκο­ποῦ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν κα­λύ­τε­ρον ἑ­ορ­τα­σμὸ τῶν Χρι­στου­γέν­νων. Γι᾿ αὐτό μιὰ τέ­τοια Με­γά­λη ἡ­μέ­ρα, σὰν τὴν ση­με­ρι­νὴ, ἀ­φή­νει τὴν καρ­διὰ του ἐ­λεύ­θε­ρα νὰ ξε­χυ­θῇ σὲ μιὰ ἐκ βα­θέ­ων προ­σευ­χή:

Δὸς Χρι­στέ μου:

Στὴν γῆ τὴν εὐ­λο­γί­αν Σου.

Στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα τὴν εἰ­ρή­νη Σου.

Στοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς τὴν με­τά­νοι­αν.

Στοὺς ἀρ­ρώ­στους τὴν ἴ­α­σι.

Στοὺς θλιμμέ­νους τὴν πα­ρη­γο­ρί­α.

Στοὺς πτω­χοὺς τὴν προ­στα­σί­α.

Στοὺς αἰχ­μα­λώ­τους τὴν λύ­τρω­σι.

Στοὺς ἀ­πελ­πι­σμέ­νους τὴν ἐλ­πί­δα .

Στοὺς ἀ­πί­στους τό φῶς τῆς γνώ­σε­ώς Σου.

Στοὺς δι­ώ­κτας Σου τὴν ἐ­πι­στρο­φή τους σὲ Σέ­να, τὸν μό­νο Λυ­τρω­τή.

Στοὺς πι­στούς Σου τὸ ἔ­λε­ός Σου.

Στοὺς ἐ­κλε­κτούς Σου τὸν θεῖ­ο π­λου­τι­σμό Σου.

Πᾶσα πνο­ὴ αἰ­νεῖ Σε τὸν Παν­τουρ­γέ­την!

 

Αὐ­τὸν τὸν ἑ­ορ­τα­σμὸν εὔ­χο­μαι εἰς ὅ­λους σας δι­ὰ τῆς χά­ρι­τος τοῦ δι᾿ ἡ­μᾶς ἐν σπη­λαί­ῳ γεν­νη­θέν­τος καὶ ἐν φάτ­νῃ ἀ­να­κλι­θέν­τος Χρι­στοῦ τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ ἡ­μῶν, Οὗ τό ἄπειρον ἔλεος εἴη μετά πάντων ὑμῶν!

 

Διάπυρος πρός Χριστόν Γεννηθέντα εὐχέτης Σας

μετά στοργῆς καί ἀγάπης πολλῆς

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

 

 

Ο ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ