ΔΕΛΤΙΑ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

Πρώτη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας
(3/10/2017).

Συνήλθε σήμερα Τρίτη, 3 Οκτωβρίου 2017, σε πρώτη τακτική Συνεδρία η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Προ της Συνεδρίας ετελέσθη Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, ιερουργήσαντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καρπενησίου κ. Γεωργίου.

Περί την 9η πρωινή, στη μεγάλη Αίθουσα των Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου, εψάλη η Ακολουθία για την έναρξη των εργασιών της Ιεράς Συνόδου. Αναγνωσθέντος του Καταλόγου των συμμετεχόντων Ιεραρχών, διεπιστώθη απαρτία.

Ακολούθως, συνεκροτήθη η Επιτροπή Τυπου από τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο, Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου κ. Δωρόθεο και Πατρών κ. Χρυσόστομο.

Στη συνέχεια ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ως Πρόεδρος του Σώματος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας προσεφώνησε τα Μέλη Αυτής ευχαριστώντας τους Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς για την προσέλευσή τους στην Συνεδρίαση. Ακολούθως κατέθεσε στοιχεία αναφορικά με τα θέματα των Εισηγήσεων, οι οποίες πρόκειται να αναγνωσθούν κατά τη διάρκεια των εργασιών της Ιεράς Συνόδου και έχουν ως θέματα τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας και τον θεολογικό διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

Ως προς το πρώτο θέμα ο Μακαριώτατος ανέφερε αρχικά ότι σε λίγο χρόνο συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την κήρυξη της Επαναστάσεως του 1821 και διερωτήθηκε: «Γιατί σε μια τόσο μεγάλη χρονική διάρκεια τόσος παραπικρασμός, τόσες αντιπαραθέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας; Γιατί δεν μπόρεσαν οι δύο αυτοί, κύρια υπεύθυνοι, να φανούν αντάξιοι μιας βαρειάς Εθνικής Κληρονομιάς υπερβαίνοντας καθημερινές μικρότητες και εγωισμούς;» Ερμηνεύοντας διαχρονικά τις κατά καιρούς δυσκολίες στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας επισήμανε ότι από τον βασιλέα Όθωνα και την Αντιβασιλεία ως σήμερα η τακτική της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας είναι όχι μόνο σχεδόν η ίδια, αλλά προστίθενται συνεχώς και άλλα πολυποίκιλα και σύγχρονα τεράστια προβλήματα.

Δεν είναι εύκολο, ανέφερε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος, να αντιμετωπισθούν όλα αυτά τα προβλήματα, αλλά δεν είναι και ακατόρθωτο. «Αρκεί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις και εις τους δύο χώρους και αυτές είναι: Η ειλικρίνεια, ο σεβασμός, η Αγάπη για την αλήθεια και το συμφέρον της πατρίδος. Μακριά από προκαταλήψεις, ιδεοληψίες και δογματισμούς».

Ως προς το θέμα του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών ο Μακαριώτατος ανέφερε ότι ο θεολογικός διάλογος με σκοπό την ανάδειξη της Αλήθειας και η επιθυμία για επίτευξη της ενότητας είναι χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γι’ αυτό και δεν αποτελεί σύγχρονο εφεύρημα στη ζωή της, αλλά αρχαία πρακτική. Η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει σε κάθε διάλογο χωρίς να αθετεί ποτέ την δογματική διδασκαλία της και την παράδοσή της.

Κάνοντας μνεία της αποφασιστικής συμβολής του συγκεκριμένου διαλόγου ώστε να αναδειχθούν και να καταστούν αποδεκτά από μέρους των Ρωμαιοκαθολικών αρκετά σημεία από την εκκλησιολογία της Αρχαίας Εκκλησίας τα οποία διαφύλαξε, ανέδειξε και προσέφερε ανόθευτα η Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα από αυτόν τον Διάλογο, τόνισε: «Οι υπάρχουσες διαφορές δεν μπορούν να λυθούν έξω από το πλαίσιο του διαλόγου, αφού αποτελεί το μοναδικό και πρόσφορο μέσο για την επίλυσή τους. Αυτό αποδεικνύει η ίδια η ιστορία της Εκκλησίας». Γι’ αυτό και επισήμανε κλείνοντας την αναφορά του στο θέμα αυτό, ότι «είναι απαραίτητη μία συνεχής αξιολόγηση της πορείας του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου, με ειλικρίνεια και με επιδίωξη την ‘’υπέρ της αληθείας’’ διακονία και όχι την ‘’κατά της αληθείας’’ (Β’ Κορ. 13,8) συνέχιση του παρόντος Διαλόγου, ώστε να προληφθούν τα αδιέξοδα και να συνεχίσουμε τον παρόντα Θεολογικό Διάλογο ‘’εν αγάπη και αληθεία’’».

Κατόπιν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, ως αντιπρόεδρος της Ιεραρχίας, αντιφώνησε εκ μέρους των Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών.

Στη συνέχεια παρουσιάσθηκαν οι Εκθέσεις Πεπραγμένων των Συνοδικών Επιτροπών για το εκκλησιαστικό έτος 2016-2017 από τους Σεβασμιωτάτους Προέδρους αυτών και ακολούθησε συζήτηση. Ακολούθως εγκρίθηκε ο Κατάλογος των προς Αρχιερατείαν Εκλογίμων.

Μετά το διάλειμμα ανέγνωσε την Εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνός με θέμα: «Μύθοι και πραγματικότης επί του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας».

Η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας θα συνεχίσει τις εργασίες Της αύριο, Τετάρτη 4 Οκτωβρίου ε.ε.


Η Επιτροπή Τυπου
της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας

 

 

 

Δεύτερη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας
(4/10/2017).

Συνήλθε σήμερα Τετάρτη, 4 Οκτωβρίου 2017, στη δεύτερη Τακτική Συνεδρία της η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Μετά την προσευχή ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διαπιστώθηκε απαρτία. Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, εξ αφορμής της Εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνού με θέμα: «Μύθοι και πραγματικότης επί του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, εν όψει της Συνταγματικής αναθεωρήσεως» σημειώνει, ότι ο επανακαθορισμός των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας είναι υπόθεση πολύπλοκη, ευαίσθητη και πολυδιάστατη. Συγκεκριμένα η Εκκλησία διασαφηνίζει ότι:

1. Οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ. 2) απόκειται στην πρωτοβουλία της Βουλής. Επομένως η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό θα γίνει με διακομματική Επιτροπή των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων και όχι με εκπροσώπους της Κυβέρνησης. Παράλληλα η Εκκλησία, οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο "χωρισμός" στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθή μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι’ αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό την δίνει πάντοτε, «θάττον ή βράδιον» ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός. Η Εκκλησία … δεν μπορεί να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας .

2. Ουδεμία απαίτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης υφίσταται, ως επιχείρημα, για τον τρόπο καθορισμού του πλαισίου των σχέσεων. Αντίθετα μάλιστα κάθε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή Κράτος Μέρος της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι ελεύθερο με βάση τα ιστορικά και πολιτιστικά δεδομένα του να οριοθετήσει τη σχέση του με τα υποκείμενα θρησκευτικά σώματα ή κοινότητες και συγχρόνως να παράγει εσωτερικό–εθνικό δίκαιο καθόλα αποδεκτό και σεβαστό από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό θρησκευτικοί φορείς με νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, αλλά και κρατική μισθοδοσία ή κρατική ενίσχυση της μισθοδοσίας του Κλήρου ή κρατικές επιχορηγήσεις προς τα θρησκεύματα ή μάθημα θρησκευτικών με ομολογιακό χαρακτήρα προβλέπονται στην νομοθεσία πολλών ευρωπαϊκών κράτων. Η διαμόρφωση λοιπόν του οποιουδήποτε νέου πλαισίου σχέσεων ως εσωτερική υπόθεση κάθε Κράτους–Μέλους απαιτεί διάλογο με κύριο άξονα την ιδιοπροσωπία κάθε Κράτους–Μέλους, και μάλιστα όπως αυτή περιγράφεται από την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και πραγματικότητα και δεν προκαθορίζεται από οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κεκτημένο.

3. Η Εκκλησία κατά την ρύθμιση των σχέσεών Της βασίζεται κυρίως στο άρθρο 13 του Συντάγματος και είναι υποκείμενο θρησκευτικής ελευθερίας και αυτονομίας έναντι του Κράτους. Η Εκκλησία δεν θεωρεί ότι η νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου χορηγεί στην Πολιτεία το δικαίωμα να νομοθετεί μονομερώς. Ούτε φυσικά η μισθοδοσία είναι ζήτημα θεσμικών σχέσεων, ούτε χορηγεί στην νομοθετούσα Πολιτεία το δικαίωμα ωμής εισόδου σε εκκλησιαστικά θέματα.

4. Η «αποκρατικοποίηση» της Εκκλησίας η επί το θεολογικότερον η «απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος» , δηλαδή η παροχή πλήρους θρησκευτικής αυτονομίας για τα εσωτερικά Της ζητήματα, δεν έχει απολύτως καμία αιτιώδη σχέση με την οποιαδήποτε αλλαγή της νομικής προσωπικότητας των εκκλησιαστικών φορέων από δημοσίου δικαίου σε ιδιωτικού δικαίου. Επίσης πρέπει να καταστεί σαφές ότι η νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας είναι ζήτημα που ρυθμίζει ο νομοθέτης κατά το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν προκαθορίζεται από το Σύνταγμα. Αντίθετα ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής αυτονομίας της Εκκλησίας, αλλά και όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων προκύπτει ως μονοσήμαντη υποχρέωση για το Κράτος απευθείας από το άρθρο 13 του Συντάγματος και από τα άρθρα 9 και 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

5. Η Εκκλησία της Ελλάδος διαλέγεται με το Κράτος, όχι με την ιδιότητα της θρησκευτικής γραφειοκρατίας του Δημοσίου, που αρύεται την ύπαρξή της από την κρατική επίνευση, αλλά ως κοινότητα Κλήρου και Λαού. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει θεοΐδρυτη προέλευση, όπως αναγνωρίζει και το άρθρο 1 του Καταστατικού Χάρτου Της, η δε κοσμική Της έκφανση και λειτουργία υπό την μορφή κοσμικού οργανισμού έχει το ποίμνιό Της ως λαϊκή και δημοκρατική βάση της νομιμοποιήσεώς Της. Είναι φορέας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συζητεί τα θρησκευτικά του ζητήματα με την κρατική εξουσία, όπως πράττουν και οι συμπολίτες μας άλλων ετεροδόξων και ετεροθρήσκων θρησκευτικών κοινοτήτων.

6. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε συμβολική υποβάθμιση ή θεσμική υποτίμησή Της στο πλαίσιο είτε της αναθεωρήσεως του Συντάγματος είτε τροποποιήσεως της τυπικής, κοινής νομοθεσίας. Οι παραπάνω συμβολισμοί εκφράζουν την πάγια και ιστορική σχέση του Ελληνικού Έθνους με την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση, που έχει πολλές προεκτάσεις πολιτισμικές, κοινωνικές, γλωσσικές και ηθικές στην ιδιοσυγκρασία του σημερινού Έλληνα, τις οποίες ακόμη ψηλαφούμε στην καθημερινότητα των κατοίκων αυτής της χώρας.

7. Με δεδομένο ότι η συνταγματική και διαπιστωτική αναγνώριση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης ως «επικρατούσας θρησκείας» διαδραματίζει ρόλο ενός πληθυσμιακού, ιστορικού και πολιτισμικού τεκμηρίου για τον νομοθέτη, τον δικαστή και την κρατική διοίκηση, η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να αποσαφηνίσει προς την πολιτική εξουσία ότι η αναγνώριση της ιστορικότητας και της ενεργού θρησκευτικής παραδόσεως του ελληνικού Έθνους στο άρθρο 3 του Συντάγματος, σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει αρνητικά την ισότιμη και πλήρη πρόσβαση κάθε πολίτη ή κατοίκου της Ελλάδας στα συνταγματικά δικαιώματα, ακόμα και εάν δεν είναι Έλληνας το γένος η ορθόδοξος χριστιανός κατά το θρήσκευμα.

8. Το ελληνικό Έθνος είχε μετά τον εκχριστιανισμό του έναν ιστορικά σταθερό πυρήνα, που περιλαμβάνει και την ορθόδοξη θρησκεία. Κατά συνέπεια, η αφαίρεση των στοιχείων θρησκευτικής ταυτότητας του Έθνους από το κείμενο του Συντάγματος θα αποτελούσε προσπάθεια εισαγωγής μίας νέας «εθνολογίας», καθώς αποκόπτει το Έθνος από ένα ουσιώδες περιεχόμενο του πυρήνα της ιστορικότητάς του, της ενεργού παράδοσής του και της παρούσης συλλογικής καθημερινότητάς του. Στο πλαίσιο αυτό δεν νομίζουμε ότι οποιαδήποτε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα διατύπωσης της δικής της εκδοχής για την ιστορικότητα του Έλληνα μέσα στο Σύνταγμα ή την νομοθεσία, ούτε διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να αναθεωρήσει τις ιστορικές παραμέτρους της εθνικής ταυτότητας.

9. Ως προς την σχέση μεταξύ εθνικής – θρησκευτικής «Ταυτότητας» και «Δημοκρατίας». Το ένα δεν αποκλείει, ούτε περιορίζει το άλλο. Η θέση της Εκκλησίας πρέπει να είναι ότι πρόκειται για συμπορευόμενες και μη συγκρουόμενες έννοιες. Συγχέουν διαφορετικά και άσχετα μεγέθη οι αναθεωρητικές προτάσεις να αποσιωπηθούν ή να απαλειφθούν από τον συνταγματικό ή κοινό νομοθέτη αναφορές που δείχνουν αναγνώριση της θρησκευτικής ταυτότητας του ελληνικού Έθνους ως στοιχείο, που επαναλαμβάνει και σε νομικό επίπεδο το Κράτος, ως πολιτικός φορέας του Έθνους.

10. Η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να προωθεί την πλήρη κατοχύρωση της αυτοδιοίκησής Της και με προσθήκη σαφούς διάταξης ή ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 13 του Συντάγματος που θα προστατεύει την θρησκευτική ελευθερία, στόχος από τον οποίο απέχει τόσο και η νομοθεσία όσο και η νομολογία. Το άρθρο 3 αυτήν την στιγμή λειτουργεί ανταγωνιστικά προς το άρθρο 13, καθώς παγίως ερμηνεύεται ότι μέχρι σήμερα από τα δικαστήρια βάσει του άρθρου 3 Συντ. η Πολιτεία μπορεί να νομοθετεί και επί εσωτερικών θρησκευτικών ζητημάτων της ορθόδοξης Εκκλησίας και χωρίς την συναίνεση της τελευταίας και επομένως η Εκκλησία δεν έχει πλήρη τα δικαιώματα θρησκευτικής αυτονομίας, που προκύπτουν από το άρθρο 13 για άλλες θρησκευτικές κοινότητες.

11. Η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί σχέσεις συνεργασίας με το Κράτος, διατηρώντας το νομικό status Της. Για τον λόγο αυτό μπορεί να περιληφθεί «νομοθετική εξουσιοδότηση» στο Σύνταγμα προς την Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε αυτή να εκδίδει, χωρίς την σύμπραξη της Βουλής, τον Καταστατικό Της Χάρτη και τις διοικητικές πράξεις αυτοοργάνωσής Της.

12. Η Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να ζητήσει την προσθήκη μνείας στο Σύνταγμα ότι η μισθοδοσία του κλήρου και η ενίσχυση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αποτελεί αναγνώριση των περιουσιακών υποχρεώσεων της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας για την εκκλησιαστική περιουσία, που απέκτησε το Κράτος χωρίς αποζημίωση της Εκκλησίας από την σύσταση του Κράτους και εντεύθεν.

13. Στο πλαίσιο της αναθεωρητικής συζήτησης η Εκκλησία της Ελλάδος, ως κειμένη εντός του κλίματος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, στηρίζει την διατήρηση στο Σύνταγμα του κατοχυρωμένου ιδιαίτερου καθεστώτος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Αγίου Όρους (άρθρο 105) και των λοιπών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών μέσα στην ελληνική επικράτεια, ήτοι Εκκλησία της Κρήτης, Μητροπόλεις Δωδεκανήσου (άρθρο 3 παρ. 2).

Το θέμα της αναθεώρησης του πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στον χώρο της ελληνικής επικράτειας είναι περισσότερο ζήτημα αλλαγής της απαρχαιωμένης τυπικής νομοθεσίας από την Βουλή, και λιγότερο ζήτημα αλλαγής του Συντάγματος, και οπωσδήποτε είναι ένα θέμα πολυσύνθετο, πολύπλοκο, ευαίσθητο, πολυδιάστατο και δαιδαλώδες, εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η διαμόρφωσή του δεν ήταν μία στιγμιαία κατάσταση αλλά αποτελεί καρπό εξελίξεων και διαμόρφωσης.

Προς διαρκή μελέτη του θέματος ωρίσθη Επιτροπή αποτελουμένη εκ των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών: Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνού, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου και Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος θα αποφασίσει για τα λαϊκά μέλη της Επιτροπής.

Η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας θα συνεχίσει τις εργασίες Της αύριο Πέμπτη 5 Οκτωβρίου ε.έ.


Η Επιτροπή Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας

 

Τρίτη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας
(5/10/2017).

Συνήλθε σήμερα Πέμπτη, 5 Οκτωβρίου 2017, στην τρίτη Τακτική Συνεδρία της η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Μετά την προσευχή ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διαπιστώθηκε απαρτία. Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.

Ακολούθως, σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, ανέγνωσε την Εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος με θέμα: «Η πορεία του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Αξιολόγησις, Προβλήματα, Προοπτικές». Αρχικά έκανε εκτενή αναφορά στην πορεία του θεολογικού διαλόγου από τον Μάιο του 1980 έως και σήμερα επισημαίνοντας ιδιαίτερα, ότι βάση του διαλόγου αυτού ήταν πάντοτε η κοινή παράδοση της Αρχαίας Εκκλησίας.

Περαίνοντας την Εισήγηση αναφέρθηκε στην αξιοποίηση των κοινών Κειμένων μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και την μελλοντική πορεία του Θεολογικού Διαλόγου σημειώνοντας ότι τα κοινά Θεολογικά Κείμενα, πέραν από την υπάρχουσα προβληματική ως προς την εκκλησιαστική αποδοχή τους, αναγνωρίζεται ότι αποτελούν πραγματική συνεισφορά στην όλη πορεία και στα όσα θετικά αποτελέσματα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα και συνέχισε: «Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο διάλογος είναι πάντοτε το sine qua non, όχι μόνο γιατί, όπως αναφέρει ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ‘’μέ τον διάλογο αποδεικνύεται ότι οι διαφορές είναι λιγότερες από αυτές που γίνονται όταν δεν διαλεγόμεθα’’ (‘’ότε διίστανται τινές αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι και η μεταξύ τούτων διαφορά• ότε δ’ εις λόγους συνέλθωσι και εκάτερον μέρος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ’ εκατέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις ολίγη η τούτων διαφορά’’, αλλά κυρίως γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχουσα συνείδηση ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, συμμετέχει σε κάθε Θεολογικό Διάλογο προκειμένου να προσφέρει την Αλήθεια, την οποία κατέχει, και όχι για να προσλάβει την Αλήθεια. Μέσω του διαλόγου παρέχεται η ευκαιρία στους ετεροδόξους να γνωρίσουν και να αναγνωρίσουν την αυθεντικότητα της πατερικής παράδοσης και την αξία της πατερικής διδασκαλίας, την λειτουργική εμπειρία και την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας».

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας τόνισε ότι οι υπάρχουσες διαφορές δεν μπορούν να λυθούν έξω από το πλαίσιο του Διαλόγου, αφού αποτελεί το μοναδικό και πρόσφορο μέσο για την επίλυσή τους, γεγονός που αποδεικνύεται από την ίδια την ιστορία της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα από αυτόν τον Διάλογο ανέδειξε και προσέφερε αρκετά σημεία από την εκκλησιολογία της Αρχαίας Εκκλησίας, τα οποία έγιναν αποδεκτά από μέρους των Ρωμαιοκα-θολικών. «Δυστυχώς όμως», σημείωσε ο Σεβασμιώτατος, «το θετικό αυτό έργο σκιάζεται ή μάλλον εγκλωβίζεται στα ακανθώδη και δισεπίλυτα προβλήματα της εκκλησιαστικής πολιτικής και διπλωματίας, η οποία φαίνεται ότι αποδυναμώνει όλες τις ανωτέρω σταθερές θεολογικές βάσεις αντιμετώπισης των πραγματικών εκκλησιολογικών προβλημάτων, αποπροσανατολίζοντας τον Θεολογικό Διάλογο από την αρχική στοχοθεσία του και δημιουργώντας σύννεφα ή και ‘’παγετώνες’’ στην περαιτέρω πορεία του».

Τέλος, ο Σεβασμιώτατος ανέφερε ότι θεωρεί «απαραίτητη μία επαναξιολόγηση της πορείας του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου, με ειλικρίνεια και με επιδίωξη την ‘’υπέρ της αληθείας’’ διακονία και όχι την ‘’κατά της αληθείας’’ (Β’ Κορ. 13,8) συνέχιση του παρόντος Διαλόγου. Η εφαρμογή της απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σχετικά με την διαδικασία επαναξιολόγησης και επανεκτίμησης των μέχρι σήμερα αποτελεσμάτων του και της μελλοντικής του πορείας θα ήταν χρήσιμη, ώστε να προληφθούν τα αδιέξοδα και να συνεχίσουμε τον παρόντα Θεολογικό Διάλογο ‘’εν αγάπη και αληθεία’’».

Ακολούθησε ευρύτατος διάλογος επί της Εισηγήσεως, κατά τον οποίο έλαβαν τον λόγο πολλοί Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς.

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα του μέχρι σήμερα διεξαχθέντος διαλόγου δεν είναι τα αναμενόμενα, αφού συνεχάρη τα Μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος που συμμετέχουν στον συγκεκριμένο διάλογο, απεφάσισε όπως συνεχίσει να συμμετέχει στον παρόντα διάλογο, υπό την προϋπόθεση των εκκλησιολογικών αρχών, όρων και προϋποθέσεων της Αρχαίας Εκκλησίας, ήτοι της πρώτης χιλιετίας, γι’ αυτό και προτείνει όπως επαναξιολογηθεί η πορεία του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου.

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος παρακολουθεί με προσοχή την ως μη ώφειλε έντονη συζήτηση επί του Νομοσχεδίου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Προς τούτο κατέθεσε τις απόψεις της στη γενομένη ανοιχτή διαβούλευση, παρέστη δι’ εκπροσώπου της στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή και προέβη στα διαβήματα που της αναλογούν αρμοδίως.
Ως ύστατη όμως κίνηση αγάπης προς τον λαό μας και εν όψει της επικειμένης συζήτησής του στην ολομέλεια της Βουλής, επαναλαμβάνει τις βασικές της θέσεις:

(α) Το φύλο στον άνθρωπο αποτελεί ιερή παρακαταθήκη και υπηρετεί στη βάση της ψυχοσωματικής συμπληρωματικότητας το μυστήριο της ζωής και της αγάπης. Υπό την έννοια αυτήν, δεν είναι επιλέξιμο, αλλά ως δώρο αποτελεί θείο χάρισμα στον άνθρωπο που πρέπει αυτός να αξιοποιήσει για τον αγιασμό του.

(β) Θεωρεί ότι η νομολογία των δικαστηρίων της πατρίδας μας καλύπτει, όπου υπάρχει ανάγκη, υφιστάμενα προβλήματα, με το δεδομένο ότι το φύλο, ούτε επιλέγεται ελεύθερα, ούτε και μεταβάλλεται κατά βούλησιν, αλλά επί τη βάσει ανατομικών, φυσιολογικών και βιολογικών χαρακτηριστικών, που ορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου και βεβαιώνονται μέσω ιατρικών γνωματεύσεων προς το δικαστήριο. Ο νόμος δεν μπορεί να αρκείται απλώς στην επιστημονικά ατεκμηρίωτη δήλωση του πολίτη, που ενδεχομένως αργότερα δύναται να μεταβληθεί.

(γ) Το προτεινόμενο Νομοσχέδιο προκαλεί το αίσθημα της κοινωνίας, τορπιλίζει τον ιερό θεσμό της οικογένειας, έρχεται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη και την κοινή λογική και κυρίως καταστρέφει τον άνθρωπο. Αντί να λιγοστεύει τη σύγχυση και τις ψυχικές διαταραχές, θα τις αυξήσει και θα δώσει διαστάσεις επικίνδυνου κοινωνικού φαινομένου. Ιδίως όταν επεκτείνει τις δυνατότητές του και μεταξύ των μαθητών, δημιουργεί εκρηκτική κατάσταση και στα σχολεία.

(δ) Πίσω από όλες αυτές τις προσπάθειες δεν διακρίνει το ενδιαφέρον για τον ταλαιπωρημένο και αδικημένο συνάνθρωπο, αλλά την ύπαρξη ισχυρών ομάδων, με αποτέλεσμα τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και την πνευματική νέκρωση του ανθρώπου και

(ε) Κάνει μια ύστατη έκκληση στο σύνολο του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος της ευθύνης και αποστολής του και πέρα από πολιτικά ιδεολογήματα, προκαταλήψεις και την επίκληση του ανεξέλεγκτου δικαιωματισμού, να αποσύρει το Νομοσχέδιο, να δείξει ανάλογο ενδιαφέρον για την επίλυση των σοβαρότατων προβλημάτων που μαστίζουν την κοινωνία, το έθνος μας και τον λαό και αντί να ενισχύει την ένταση, τον διχασμό και τον παραλογισμό, να συμβάλει στην πνευματική ανόρθωση των πολιτών μας.

Σε εποχή που η ανάγκη ταυτότητας και συνοχής αποτελεί ανάγκη εθνικής και πνευματικής επιβίωσης, η νομική κατοχύρωση της ρευστότητας της προσωπικής ταυτότητας είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει. Η Εκκλησία περιβάλλει με αγάπη και κατανόηση αδιακρίτως όλους τους ανθρώπους, αλλά προσβλέποντας πάντοτε στη σωτηρία τους οφείλει να καταδείξει την αστοχία κρισίμων επιλογών τους.
Τέλος η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε να επιδώσει εξώδικο πρόσκληση στον τέως Υπουργό και υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης κ. Ιωάννη Ραγκούση, κατόπιν των δηλώσεών του, να καταθέσει εντός πενθημέρου στην Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στοιχεία που ισχυρίζεται ότι έχει για τα καταγγελόμενα από αυτόν εις βάρος Μητροπολιτών της Εκκλησίας μας, άλλως θα υποστεί την ανάλογη δικαστική βάσανο.

Η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας θα συνεχίσει τις εργασίες Της αύριο Παρασκευή 6 Οκτωβρίου ε.έ.


Η Επιτροπή Τυπου
της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας


 

Τέταρτη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας
(6/10/2017).

Συνήλθε σήμερα Παρασκευή, 6 Οκτωβρίου 2017, στην τέταρτη Τακτική Συνεδρία της, η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Μετά την προσευχή ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διεπιστώθη απαρτία.

Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.

Εν συνεχεία άρχισε η ψηφοφορία περί του τρόπου πληρώσεως της κενής Μητροπολιτικής Έδρας Σταγών και Μετεώρων. Επί συνόλου 80 ψηφισάντων, η πρόταση δι’ εκλο¬γής έλαβε 70 ψήφους και η πρόταση διά καταστάσεως 7 ψήφους. Επίσης ευρέθησαν 3 λευκές ψήφοι. Έτσι η Ιεραρχία απεφάνθη υπέρ της πληρώσεως της Ιεράς Μητροπόλεως δι’ εκλογής.

Ακολούθησε η διαδικασία της πληρώσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων δι’ εκλογής. Για την κατάρτιση του τριπροσώπου επί συνόλου 80 ψηφισάντων έλαβαν:

1) Αρχιμανδρτης κ. Θεόκλητος Λαμπρινάκος, ψήφους 60
2) Αρχιμανδρτης κ. Νήφων Καψάλης, ψήφους 45
3) Αρχιμανδρτης κ. Γρηγόριος Κωνσταντίνου, ψήφους 22
Επίσης ευρέθησαν 1 λευκή και 1 άκυρη ψήφοι.

Επί της δευτέρας ψηφοφορίας και γενομένης της διαλογής των ψήφων, ανεδείχθη Μητροπολίτης Σταγών και Μετεώρων ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Θεόκλητος Λαμπρινάκος με 54 ψήφους, επί συνόλου 80 ψηφισάντων, ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Νήφων Καψάλης έλαβε 17 ψήφους και ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Γρηγόριος Κωνσταντίνου, έλαβε 5 ψήφους. Επίσης ευρέθησαν 3 λευκές και 1 άκυρη ψήφοι.

Στη συνέχεια άρχισε η ψηφοφορία περί του τρόπου πληρώσεως της κενής Μητροπολιτικής Έδρας Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου. Επί συνόλου 80 ψηφισάντων, η πρόταση δι’ εκλο¬γής έλαβε 72 ψήφους και η πρόταση διά καταστάσεως 7 ψήφους. Επίσης ευρέθη και 1 λευκή ψήφος. Έτσι η Ιεραρχία απεφάνθη υπέρ της πληρώσεως της Ιεράς Μητροπόλεως δι’ εκλογής. Για την κατάρτιση του τριπροσώπου επί συνόλου 80 ψηφισάντων έλαβαν:
1) Αρχιμανδρτης κ. Στέφανος Τόλιος, ψήφους 50
2) Αρχιμανδρτης κ. Δαμασκηνός Κιαμέτης, ψήφους 41
3) Αρχιμανδρτης κ. Παύλος Κίτσιος, ψήφους 30
Επίσης ευρέθησαν και 2 λευκές ψήφοι.

Επί της δευτέρας ψηφοφορίας και γενομένης της διαλογής των ψήφων, ανεδείχθη Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Στέφανος Τόλιος, με 42 ψήφους επί συνόλου 80 ψηφισάντων και ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Δαμασκηνός Κιαμέτης έλαβε 34 ψήφους. Επίσης ευρέθησαν 2 λευκές και 2 άκυρες ψήφοι.

Μετά το πέρας της Συνεδριάσεως, ακολούθησε το Μικρό Μήνυμα των νεοεκλεγέντων Μητροπολιτών στην αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Κατά την κρατούσα Εκκλησιαστική Τάξη οι εψηφισμένοι Μητροπολίτες Σταγών και Μετεώρων κ. Θεόκλητος και Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Στέφανος, έδωσαν το Μέγα Μήνυμα εντός του Καθολικού της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, χοροστατούντος του Μακαριωτάτου Προέδρου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, παρουσία πολλών Ιεραρχών, Κληρικών και πιστών.

Οι χειροτονίες των Εφηψισμένων Μητροπολιτών θα τελεσθούν ως εξής :
– Τό Σάββατο 7 Οκτωβρίου ε.έ., στον Ιερό Καθεδρικό και Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, η χειροτονία του Εψηφισμένου Μητροπολίτου Σταγών και Μετεώρων κ. Θεοκλήτου.
– Τήν Κυριακή 8 Οκτωβρίου ε.έ., στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, η χειροτονία του Εψηφισμένου Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Στεφάνου.

Τέλος, από την Δευτέρα 9 έως και την Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017, συνέρχεται η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, της 161ης Συνοδικής Περιόδου, για να ασχοληθεί με θέματα της Ημερησίας Διατάξεως.


Η Επιτροπή Τυπου
της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας