Λόγος Πανηγυρικὸς ἐκφωνηθεὶς ὑπὸ τοῦ Βοηθοῦ Ἐπισκόπου Κεγχρεῶν κ. Ἀγαπίου, τοῦ καὶ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, κατὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν τῆς 29ης Ἰουνίου 2020 εἰς τὸν Καθεδρικὸν Ἱ. Ναὸν Ἀποστόλου Παύλου Κορίνθου.

 

 

εικόνα Viber 2020-03-02 21-37-11

Εἰς τόν Ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον

 

«Σαῦλος ὁ καί Παῦλος»! (πρβλ. α’ Τροπάριον δ’ ᾠδῆς Κανόνος Ἁγίου Παύλου, κθ’ Ἰουνίου).

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομε, ἐκπρόσωπε τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος,

Σε­βα­σμι­ώτατε Γέροντά μου Μητροπολίτα Κορίνθου κ. Διονύσιε,

Τί­μι­ον Πρε­σβυ­τέ­ρι­ον,

Χρι­στοῦ Δι­α­κο­νί­α,

Ἐν­τι­μό­τα­τοι Ἄρ­χον­τες,

Ἐνδοξότατοι κύ­ρι­οι Στρα­τι­ω­τι­κοί, Ἀ­στυ­νο­μι­κοί καί λοιποί Ἐκ­πρό­σω­ποι τῶν ἀντιστοίχων Ἀρ­χῶν τοῦ Τό­που μας,

Εὐσεβές Ἐκκλησίασμα.

Ὁ πύρινος ζηλωτής τῶν παραδόσεων τοῦ Ἔθνους του.

Ὁ φανατικός διώκτης τῶν Χριστιανῶν (Α’ Κορ. ιε’, 9. Γαλ. α’, 23. Φιλιπ. γ’, 6. Βλπ. & Πραξ. η’, 3, θ’ , 1-2 & κστ’, 9-11) . Πιστός τηρητής τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.

Γεμᾶτος θυμό καί ἐκδίκησι. Κρατᾶ δεσμά στά χέρια του καί τρέχει παντοῦ μέ ἄφθαστο δύναμι νά δένῃ τούς Χριστιανούς. Πόσα δεινά ἔφερε στίς τάξεις των! Λές καί εἶναι θύελλα, ξεσπᾷ σάν καταιγίδα, παρασύρει, ἐνσπείρει τόν τρόμο στούς Χριστιανούς τῆς Ἱερουσαλήμ καί τώρα ξεχύνεται πρός τήν Δαμασκό. Εἶναι κι ἐκεῖ ἀρκετοί Χριστιανοί. Πρέπει ὅλους νά τούς φέρῃ δεμένους στά Ἱεροσόλυμα. Ἐμπνέει φόβο καί ἀνασφάλεια στούς πιστούς τοῦ Ναζωραίου. Σκορπίζει γύρω του τόν θάνατο! Μά, περίεργο! Στήν μορφή τοῦ νεαροῦ διώκτου δέν εἶναι χαραγμένες οἱ γραμμές πού τό κίτρινο μῖσος καί ἡ ἐσωτερική κακία γράφει πάντοτε στά πρόσωπα τῶν κακούργων. Στό πρόσωπό του εἶναι ξεχυμένη λάμψις ἐνθουσιασμοῦ. Εἶναι ζηλωτής τῶν πατρικῶν παραδόσεων. Πλανᾶται ὁ τρομερός διώκτης κατά τούς λόγους τοῦ Ἰησοῦ: «ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ» (Ἰω. ιστ’, 2).

Καί ἐνῷ κατεδίωκε, κατεδιώχθη!

Τόν κατεδίωξε τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ διωκομένου Ἰησοῦ. Καί τόν συνέλαβε ἡ θεία Χάρις ἐκεῖ στόν δρόμο τῆς Δαμασκοῦ!

Μί­α φω­νὴ σὰν βρον­τή, μί­α λάμ­ψις σὰν ἀ­στρα­πή...

– «Σα­ούλ, Σα­οὺλ τί μὲ δι­ώ­κεις; Σκλη­ρὸν σοι πρὸς κέν­τρα λα­κτί­ζειν..!» (Πραξ. κστ’, 14), ἀ­να­χαι­τί­ζει τὴν ὁρ­μή του, στα­μα­τᾶ τὴν δρᾶ­σι του, τὸν ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ γεί­ρῃ ταπει­νω­μέ­νος τὸ κε­φά­λι του καὶ νὰ πα­ρα­δο­θῇ χω­ρὶς ὅ­ρους.

Ὁ Σαῦ­λος νι­κή­θη­κε ἐ­κεῖ! Ἔ­πα­θε τὴν πι­ὸ ὡ­ραί­α, τὴν πι­ὸ με­γα­λει­ώ­δη ἥτ­τα...

Ἄλ­λη μιὰ φω­νὴ «Σα­οὺλ ἀ­δελ­φέ!..» (Πραξ. κβ’, 13) καὶ ἕ­να ἀ­δελ­φι­κὸ ἀγ­κά­λια­σμα καὶ ἕ­νας ἐν Χρι­στῷ ἀ­σπα­σμὸς ἀ­νοί­γουν πά­λι τὸν δρό­μο τοῦ Παύ­λου, πλέ­ον! Στὴν ζω­ή του ἀ­πὸ τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα, ποὺ ἐ­με­σο­λά­βη­σε με­τα­ξὺ τῆς κλή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τοῦ φι­λή­μα­τος τοῦ Ἀ­να­νί­ου, εἶ­ναι τὸ μό­νο δι­ά­στη­μα ἀ­να­κωχῆς τῆς με­γά­λης ψυ­χῆς.

Ἔ­πε­σε κά­τω μπρού­μυ­τα, κτυ­πη­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν λαμ­πρό­τη­τα τοῦ θεί­ου φω­τὸς ὁ Σαῦ­λος. Καὶ ση­κώ­θη­κε «Ἀ­πό­στολ­ος Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ». Ὁ Παῦ­λος. Μὲ τὴν θεί­α καὶ ὑ­ψη­λὴ Ἀ­πο­στο­λή. Μὲ τὴν ἐν­το­λὴ νὰ κη­ρύ­ξῃ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ον τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ «ἐ­νώ­πι­ον ἐ­θνῶν καὶ βα­σι­λέ­ων υἱ­ῶν τε Ἰσ­ρα­ὴλ» (Πράξ. θ’, 15).

Ἀ­πὸ τὴν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ὁ Παῦ­λος ἔ­γι­νε αἰχ­μά­λω­τος τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ. Αἰχ­μα­λώ­τι­σε θε­λη­μα­τι­κὰ τὸν νοῦ του στὴν ὑ­πα­κο­ὴ τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος. Τοῦ ἀ­ρέ­σει ἰ­δι­αι­τέ­ρως νὰ ὀ­νο­μά­ζῃ τὸν ἑ­αυ­τὸ του «δοῦ­λον Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» (Ρωμ. α’, 1). Καὶ ἡ δου­λεί­α αὐ­τή, ἡ εἰς Χρι­στόν, τοῦ χα­ρί­ζει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ πραγ­μα­τι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α.

Ὁ γνώ­ρι­μος ἐν­θου­σι­α­σμὸς του γε­μί­ζει τὴν καρ­διά του καὶ μὲ ἄ­φθα­στη ὁρ­μὴ ρίχνε­ται στὴν δρᾶ­σι ὑ­πέρ­μα­χος τώ­ρα «Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ καὶ τού­του Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου» (πρβλ. Α’ Κορ. α’, 23). Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν με­γά­λων ἀν­θρώ­πων δὲν ἀ­να­φέ­ρει δρᾶ­σι καμ­μιά σὰν τὴν δρᾶ­σι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου μας. Ἡ λάμ­ψις του σὰν λάμ­ψις ἀ­στρα­πῆς, τὸ πέρα­σμά του σὰν πέ­ρα­σμα σει­σμοῦ, ὁ λό­γος του τοῦ οὐ­ρα­νοῦ δρο­σιά. Πο­τα­μοὶ ὁ­λό­κλη­ροι πη­γά­ζουν ἀ­πὸ τὴν με­γά­λη του καρ­δι­ά καὶ ἄ­φθο­να πο­τί­ζουν τὶς δι­ψα­σμέ­νες καρ­διές. Ἀ­λη­θῶς! Στὸν Χρι­στο­κή­ρυ­κα Παῦ­λο ἐ­πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­σαν τὰ λό­για τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ εἶ­πε: «ὁ πι­στεύ­ων εἰς ἐ­μὲ πο­τα­μοὶ ἐκ τῆς κοι­λί­ας αὐ­τοῦ ῥεύ­σου­σιν ὕ­δα­τος ζῶν­τος» (Ἰ­ω. ζ’, 38).

Τὰ δε­σμὰ ποὺ γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ ἐ­βά­στα­σε, ἔ­γι­ναν γι᾿ αὐ­τὸν πη­γὴ δυ­νά­με­ως. Φτε­ρὰ με­γά­λα, δυ­να­τά, ἀ­κα­τα­μά­χη­τα.

Καὶ ἔ­γι­νε ὁ ἄ­φθα­στος στὶς πτή­σεις τῆς δι­α­νοί­ας.

Ὁ ἀ­κα­τά­βλη­τος στὴν δύ­να­μι τῆς θε­λή­σε­ως.

Ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος στὸ νὰ συλ­λαμ­βά­νῃ καὶ νὰ πραγ­μα­το­ποι­ῇ τὰ πι­ὸ τολ­μη­ρὰ καὶ με­γα­λε­πή­βο­λα σχέ­δι­α. Ἀ­νε­δεί­χθη μο­να­δι­κὴ φυ­σι­ο­γνω­μί­α σὲ ση­μεῖ­ον ὁ σύγ­χρο­νος με­λε­τη­τὴς του Ρά­ϊτ νὰ ση­μει­ώ­νῃ: «Οἱ ἐ­πι­στο­λὲς τοῦ Παύ­λου σὲ μιὰ κα­θι­ε­ρω­μέ­νη σύγ­χρο­νη με­τά­φρα­ση κα­τα­λαμ­βά­νουν λι­γό­τε­ρες ἀ­πὸ ὀ­γδόν­τα σε­λί­δες. Ἀ­κό­μη κι ἂν λη­φθοῦν ὡς ἕ­να σῶ­μα, εἶ­ναι συν­το­μό­τε­ρες ἀ­πὸ ἕ­ναν μό­νο δι­ά­λο­γο τοῦ Πλά­τω­να ἢ μία πραγ­μα­τεί­α τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη. Στοιχηματίζουμε στά σίγουρα, ἐάν ἰσχυριστοῦμε ὅτι αὐτές οἱ ἐπιστολές, σελίδα-σελίδα, ἔ­χουν προ­κα­λέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα κη­ρύγ­μα­τα, σχο­λι­α­σμούς, σε­μι­νά­ρι­α, μο­νο­γρα­φί­ες καὶ δια­τρι­βὲς ἀπ᾿ ὅ­λα τά ἄλ­λα συγ­γρά­μμα­τα τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου…. (Ν.Τ. WRIGHT, Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἡ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του, ἐκδ. «Οὐ­ρα­νὸς», Ἀ­θή­να 2019α, σελ. 23-24).

Ὀ­νο­μά­σθη­κε «γί­γας τοῦ πνεύ­μα­τος», «πτε­ρω­τὸς ἀ­πό­στο­λος», «πρω­τα­θλη­τὴς τῶν αἰ­ώ­νων», «πο­λυ­νί­κης» τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ στί­βου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «πνευ­μα­τι­κὸς μα­ρα­θω­νο­δρό­μος τῆς οἰ­κου­μέ­νης».

Με­τέ­φε­ρε συ­νε­χῶς καὶ σὲ νέ­ους τό­πους τὸ μή­νυ­μα τοῦ θρι­άμ­βου καὶ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Ἀν­τι­ό­χει­α, Σε­λεύ­κει­α, Κύ­προς, Παμ­φυ­λί­α, Πι­σι­δί­α, Ἰ­κό­νι­ο, Ἀτ­τά­λει­α, Φοι­νί­κη, Συ­ρί­α, Κι­λι­κί­α, Λυ­κα­ο­νί­α, Φρυ­γί­α, Γα­λα­τι­κὴ χώ­ρα, Μυ­σί­α, Ρώ­μη συγ­κλο­νί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸ κή­ρυγ­μά του. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­μως τὸ μή­νυ­μα τοῦ θρι­άμ­βου τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Ἰ­η­σοῦ τὸ κή­ρυ­ξε ἐ­δῶ στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἐ­ξαι­ρέ­τως στὴν πό­λι μας, ποὺ κα­τὰ τὴν πρώ­τη ἐ­πί­σκε­ψί του ἔ­μει­νε δέ­κα ὀ­κτώ (18) μῆ­νες, ἀλ­λὰ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε καὶ ἄλ­λες φο­ρὲς τὴν Κό­ριν­θο στὰ ἑ­πό­με­να τα­ξί­δια καὶ πε­ρι­ο­δεῖ­ες του. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, κα­τὰ τὴν πρώ­τη πα­ρα­μο­νὴ του ἐ­δῶ στὴν Κό­ριν­θο, συ­νέ­τα­ξε τὶς δύ­ο πρὸς Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς ἐ­πι­στο­λές του καὶ κα­τὰ τὴν τρί­τη ἐ­πί­σκε­ψί του στὴν πό­λι μας, τὸν χει­μῶνα τοῦ 55-56 μ. Χ., ἔ­γρα­ψε ἐ­δῶ καὶ τὰ πρῶ­τα δε­κα­πέν­τε (15) κε­φά­λαι­α τῆς πρὸς Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λῆς.

Ἔ­τρε­ξε, ἐ­κο­πί­α­σε, ἐ­μό­χθη­σε! Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα; Αἰ­ω­νό­βι­οι θρη­σκευ­τι­κὲς πε­ποι­θή­σεις σεί­ον­ται ἐκ θε­με­λί­ων καὶ σὲ ἐ­ρεί­πι­α με­τα­βάλ­λον­ται. Ἐκ­κλη­σί­ες τοῦ Χρι­στοῦ ἱ­δρύ­ον­ται παν­τοῦ καὶ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ χα­ρί­ζει νέ­α ζω­ή!

Στὸ πέ­ρα­σμά του τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ ν’ ἀν­τι­στα­θῇ. Ὁ ἐ­χθρὸς ρί­χνει ἐ­πά­νω του θύ­ελ­λες καὶ κα­ται­γῖδες, θλί­ψεις, διωγ­μούς, φυ­λα­κί­σεις…. Μὰ ἐ­κεῖ­νος, σκύ­βει τὸ κε­φά­λι, ἀλ­λὰ δὲν στα­μα­τᾷ. Ἡ ὁρ­μή του δὲν ἀ­να­κό­πτε­ται. Παλεύει μέ ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς. Καὶ ἡ πά­λη του ἦ­ταν πάν­το­τε νι­κη­φό­ρα. Πο­τὲ μά­ται­η, ὥ­στε νὰ δι­α­κη­ρύτ­τει: «Πάν­τα ἰ­σχύ­ω ἐν τῷ ἐν­δυ­να­μοῦν­τί με Χρι­στῷ» (Φιλ. δ’, 13).

Ἡ ἄ­θλη­σίς του αὐ­τή, ὁ σκλη­ρὸς κα­θη­με­ρι­νὸς ἀ­γῶ­νας του, τὰ πα­θή­μα­τα, ὅ­σα ὑ­πέ­φε­ρε γιὰ τὸν Χρι­στό, εἶ­ναι τὰ πει­στή­ρι­α, τὰ δείγ­μα­τα τῆς γνη­σι­ό­τη­τος τῆς ἀ­πο­στο­λῆς του. Εἶ­ναι τὰ δι­α­πι­στευ­τή­ρι­α, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­δει­κνύ­ει τὸν ἑ­αυ­τὸν του ἀ­πε­σταλ­μέ­νον ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ον.

Αὐ­τοὶ οἱ ὑ­ψη­λοὶ τί­τλοι τι­μῆς ἀ­κού­στη­καν σή­με­ρα ἀ­πὸ τὴν Β’ πρὸς Κο­ριν­θί­ους Ἐ­πι­στο­λὴ του κα­τὰ τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸν Ἀ­νά­γνω­σμα. Καὶ ὅ­ποιος τοὺς ἀ­κού­ει ἢ τοὺς με­λε­τᾷ μέ­νει κα­τά­πλη­κτος, για­τί τὸν ἀ­νέ­δει­ξαν μα­ζὶ μὲ τὸν προ­ε­ξάρ­χον­τα ἀ­πὸ τοὺς δώ­δε­κα Ἀ­πο­στό­λους, τὸν Πέ­τρον, ποὺ καὶ αὐ­τὸς ἦλ­θε ἐ­δῶ στὴν Κό­ριν­θον (βλπ. Πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἁγ. Διονυσίου Ἐπισκόπου Κορίνθου [τέλη β’ μ. Χ. αἰῶνος]), καὶ αὐ­τὸν Πρω­το­κο­ρυ­φαῖ­ον!

   Ὑ­πε­ρέ­βη, ὁ Ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­λους, σὲ φλό­γα πί­στε­ως, σέ κόπους, σὲ ἀ­γῶ­νες, στὴν μέ­ρι­μνα «πα­σῶν τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν» (Β’ Κορ. ι­α’, 28), στὴν ἀ­γω­νι­ώ­δη φρον­τί­δα του, δη­λα­δή, γιὰ τὶς Ἐκ­κλη­σίες.

Μὲ ὁ­δη­γὸ τὸν Ἱ­ε­ρὸν Χρυ­σό­στο­μον, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον ἔ­χει γρα­φῆ καὶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι: «Στό­μα Χρι­στοῦ Παῦ­λος, στό­μα δὲ Παύ­λου Χρυ­σό­στο­μος», ἄς ἐ­ξε­τά­σου­με για­τί τό­σα ὑ­πέ­στη ὁ μα­κά­ρι­ος;  

-         «Ὑ­πέ­στη ναυ­ά­γι­ο, γιὰ νὰ κα­τα­παύ­σῃ τὸ ναυ­ά­γι­ο τῆς οἰ­κου­μέ­νης.

-         Ἔ­μει­νε στὸ βυ­θὸ ἕ­να ἡ­με­ρό­νυ­χτο, γιὰ ν᾿ ἀ­να­σύρῃ ἀ­πὸ τὸν βυ­θὸ τῆς πλά­νης τοὺς ἀν­θρώ­πους.

-         Ἐ­κο­πί­α­σε, γιὰ ν᾿ ἀ­να­παύ­σῃ τοὺς κου­ρα­σμέ­νους ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α.

-         Πλη­γώ­θη­κε γιὰ νὰ θε­ρα­πεύ­σῃ τοὺς πλη­γω­μέ­νους ἀ­πὸ τὸν διά­βο­λον.

-         Φυ­λα­κί­στη­κε, γιὰ ν᾿ ἀ­πο­φυ­λα­κί­σῃ καὶ νὰ ἐκ­βά­λῃ στὸ φῶς ὅ­σους εὑ­ρί­σκον­ταν στὸ σκο­τά­δι.

-         Ἔ­φθα­σε πολ­λὲς φο­ρὲς στὸν θά­να­το, γιὰ ν᾿ ἀ­παλ­λά­ξῃ ἀ­πὸ φο­βε­ροὺς θα­νά­τους.

-         Μα­στι­γώ­θη­κε πέν­τε φο­ρὲς μὲ σα­ράν­τα πα­ρὰ μί­α μα­στι­γώ­σεις, γιὰ νὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σῃ ἀ­πὸ τὴν μά­στι­γα τοῦ δια­βό­λου αὐ­τοὺς ποὺ τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τό.

-         Ρα­βδί­στη­κε, γιὰ νὰ στη­ρί­ξῃ μὲ τὴν ρά­βδο καὶ τὴν βα­κτη­ρί­α τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς ἀν­θρώ­πους.

-         Λι­θο­βο­λή­θη­κε, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­παλ­λά­ξῃ ἀ­πὸ τὴν λί­θι­νη ἀ­ναι­σθη­σί­α.

-         Βρέ­θη­κε στὴν ἔ­ρη­μο, γιὰ νὰ μᾶς βγάλῃ ἀ­πὸ τὴν ἐ­ρη­μιά μας.

-         Πε­ζο­πο­ροῦ­σε, γιὰ νὰ στη­ρί­ξῃ αὐ­τοὺς ποὺ εἶ­χαν ξε­φύ­γει ἀ­πὸ τὸν σω­στὸ δρό­μο καὶ ν᾿ ἀ­νοί­ξῃ τὸν δρό­μο πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό.

-         Κιν­δύ­νευ­σε στὶς πό­λεις, γιὰ νὰ δεί­ξῃ τὴν Ἄ­νω Πό­λι.

-         Εὑ­ρέ­θη σὲ πεῖ­να καὶ δί­ψα, γιὰ νὰ χορ­τά­σῃ καὶ ξε­δι­ψά­σῃ ἄλ­λους.

-         Πε­ρι­εφέ­ρε­το γυ­μνὸς καὶ πτω­χός, γιὰ νὰ ἐν­δύ­σῃ μὲ τὴν στο­λὴν τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς ἀ­σχη­μο­νοῦν­τας.

-         Πα­ρε­δό­θη στὴν μα­νί­α τοῦ ὄ­χλου, γιὰ νὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σῃ ὅ­σους εὑ­ρί­σκον­το ὑ­πὸ τὴν ἐ­ξου­σί­αν τῶν δαι­μό­νων.

-         Ἐ­πυ­ρώ­θη, γιὰ νὰ σβή­σῃ τὰ πυρ­φό­ρα βέ­λη τοῦ δι­αβό­λου.

-         Τὸν κα­τέ­βα­σαν ἀ­πὸ κά­ποιο πα­ρά­θυ­ρο τοῦ τεί­χους, ὥ­στε ἀ­πὸ κά­τω νὰ ἀνε­βά­σῃ ἐ­πά­νω ὅ­σους εἶ­χαν πέ­σει χα­μη­λὰ. (Ε.Π.Ε. 20, 23-25).

Καὶ ἀ­πὸ ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς κιν­δύ­νους τὸν ἐ­λύ­τρω­νε ὁ Κύ­ρι­ος. Τὸ δι­α­κη­ρύτ­τει ὁ ἴ­διος: «καὶ ἐκ πάν­των με ἐρ­ρύ­σα­το ὁ Κύ­ρι­ος» (Β’ Τιμ. γ’, 11).

Καὶ τὸ πι­ὸ ἐκ­πλη­κτι­κό! Ἀ­ξι­ώ­θη­κε, ὅ­ταν ζοῦ­σε, νὰ ἀ­νε­βῇ στὸν Πα­ρά­δει­σο.

Κίν­δυ­νοι τό­τε στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, κίν­δυ­νοι προ­σω­πι­κοὶ συ­νέ­βη­σαν στὸν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο, κίν­δυ­νοι ποὺ δὲν ἔ­πα­ψαν πο­τὲ κα­τὰ τὴν ἐν γῇ δι­α­δρο­μὴ ἡ­μῶν τῶν ἀν­θρώ­πων πρὸς τὰ ἔ­σχα­τα. Καὶ νὰ πού βρε­θή­κα­με κι᾿ ἐ­μεῖς σὲ «κα­τά­στα­σι πο­λι­ορ­κί­ας» πρὶν λί­γο και­ρό. Κλει­σθή­κα­με μέ­σα στὰ σπί­τια μας γιὰ τό­σες ἡ­μέ­ρες. Φο­βη­θή­κα­με ἀπό τὴν ἀ­ό­ρα­τη ἀ­πει­λὴ τῆς παν­δη­μί­ας. Ἀ­γα­να­κτή­σα­με θε­ω­ρών­τας ὑ­περ­βο­λι­κά τά μέ­τρα… Ἐ­νο­χλη­θή­κα­με, ἰ­δι­αί­τε­ρα οἱ πι­στοί, γιὰ τὸ σφρά­γι­σμα τῶν Να­ῶν..! Καὶ κά­ποιοι ἀ­νέ­λα­βαν τὴν δι­εκ­δί­κη­σι τῶν δι­και­ω­μά­των τους, δί­και­α ἴσως!

Δὲν πρέ­πει ὅ­μως νὰ λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι τὸ βά­πτι­σμα, στὸ ὁ­ποῖ­ο τὸ Πά­σχα τοῦ Χρι­στοῦ γί­νε­ται Πά­σχα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ δι­α­δι­κα­σί­α καὶ προ­α­ναγ­γέ­λλει δο­κι­μα­σί­ες με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τό, γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ὁ­μι­λεῖ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὴν πρὸς Ἑ­βραί­ους Ἐ­πι­στο­λὴ του στό δέκατο κεφάλαιο (στιχ. 32-39). Ὁ πι­στὸς δο­κι­μά­ζε­ται δι­ὰ πολ­λῶν θλί­ψε­ων καὶ ὁ Θε­ὸς ἐ­ρευ­νᾷ τὶς καρ­διές μας καὶ τὶς δο­κι­μά­ζει: «ἀλλ᾿ ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἔ­χο­μεν εὑ­ρε­θῆ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸν δό­κι­μοι καὶ ἄ­ξι­οι νὰ μᾶς ἐμ­πι­στευ­θῇ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­όν του, ἔ­τσι καὶ τὸ δι­δά­σκο­μεν˙ δὲν ἐ­πι­δι­ώ­κο­μεν νὰ ἀ­ρέ­σω­μεν εἰς τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λὰ νὰ ἀ­ρέ­σω­μεν εἰς τὸν Θε­όν, ὁ ὁ­ποῖ­ος βλέ­πει καὶ ἐ­ξε­τά­ζει ὄ­χι μό­νον τὰ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ ἔρ­γα, ἀλ­λὰ καὶ τὰς καρ­δί­ας μας» (Α’ Θεσ. β’, 4), ἐ­πι­τρέ­πον­τας ἁ­πλῶς τὸν πει­ρα­σμό: «πει­ρα­σμό­ς ὑ­μᾶς οὐκ εἴ­λη­φεν εἰ μὴ ἀν­θρώ­πι­νος˙ πι­στὸς δὲ ὁ Θε­ός, ὃς οὐκ ἐ­ά­σει ὑ­μᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πει­ρα­σμῷ καὶ τὴν ἔκ­βα­σιν τοῦ δύ­να­σθαι ὑ­μᾶς ὑ­πε­νεγ­κεῖν» (Α’ Κορ. ι’, 13), ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν πει­ρά­ζον­τα: «ἐξ αἰ­τί­ας τῶν θλί­ψε­ών σας ἀ­κρι­βῶς αὐ­τῶν ἐ­γὼ δὲν ἠμ­πο­ροῦ­σα πλέ­ον νὰ μέ­νω ἥ­συ­χος καὶ ἔ­στει­λα τὸν Τι­μό­θε­ον, διά νά μάθω μέσῳ αὐτοῦ περί τῆς πίστεώς σας καί νὰ κα­τα­το­πι­σθῶ, μή­πως σᾶς ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε πει­ρα­σμοὺς ἰ­σχυ­ροὺς καὶ σᾶς ἐ­κλό­νι­σεν ὁ πο­νη­ρός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς ἔρ­γον του ἔ­χει νὰ πει­ρά­ζῃ τοὺς ἀν­θρώ­πους, καὶ μή­πως ἔ­τσι ὁ κό­πος μας ἀ­πο­δει­χθῇ μά­ται­ος καὶ ἀ­νω­φε­λὴς» (Α’ Θεσ. γ’, 5), ἀ­φοῦ ὁ Θε­ὸς δο­κι­μά­ζει τοὺς δι­κούς του καὶ μό­νον ὁ Σα­τα­νᾶς τοὺς πει­ρά­ζει!

Ἀ­πο­τε­λεῖ ὅρο τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς ἡ δο­κι­μα­σί­α: «πάν­τες οἱ θέ­λον­τες εὐ­σε­βῶς ζῆν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ω­χθή­σον­ται» (Β’ Τιμ. γ΄, 12). Ἡ δο­κι­μα­σί­α εἶ­ναι ὁ δρό­μος τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ Πά­σχα, ὁ δρό­μος τῆς ἀ­γά­πης ποὺ ἐλ­πί­ζει: «Δὲν καυ­χώ­με­θα δὲ μό­νον δι­ὰ τὴν χά­ριν, ποὺ ἐ­λά­βο­μεν καὶ τὴν δό­ξαν ποὺ θὰ ἀ­πο­λαύ­σω­μεν, ἀλ­λὰ καὶ δι­ὰ τὰς θλί­ψεις, ἐ­πει­δὴ γνω­ρί­ζο­μεν κα­λά, ὅ­τι ἡ θλί­ψις ἐρ­γά­ζε­ται σι­γὰ-σι­γὰ καὶ φέ­ρει ὡς πο­λύ­τι­μον ἀ­γα­θὸν τὴν ὑ­πο­μο­νήν, ἡ δὲ ὑ­πο­μο­νὴ ἔ­χει ὡς καρ­πὸν της τὴν δο­κι­μα­σμέ­νην ἀ­ρε­τὴν, ἡ δέ δοκιμασμένη ἀρετή φέ­ρει τὴν στα­θε­ρὰν ἐλ­πί­δα πρὸς τὸν Θε­όν, ‘’ἡ δὲ ἐλ­πὶς οὐ κα­ται­σχύ­νει, ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἐκ­κέ­χυ­ται ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν δι­ὰ πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου τοῦ δο­θέν­τος ἡ­μῖν’’» (Ρωμ. ε’, 3-5).

Ὁ Χρι­στια­νὸς ζῇ, κα­τὰ τὸν Θεῖ­ον Παῦ­λον: «οὐ­κέ­τι [αὐ­τό­ς], ζῇ δὲ ἐν [αὐ­τῷ] Χρι­στὸς» (Γαλ. β’, 20). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο καὶ οἱ θλί­ψεις τοῦ Χρι­στι­ανοῦ ἀ­πὸ τὶς δο­κι­μα­σί­ες εἶ­ναι «πα­θή­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ εἰς [αὐ­τό­ν]» (Β’ Κορ. 1, 5). Ὁ Χρι­στια­νὸς ἀ­νή­κει ὅ­λος στὸν Χρι­στὸ ἀ­κό­μη καὶ μὲ τὸ σῶ­μα του, καὶ ὁ πό­νος τὸν κά­νει «σύμ­μορ­φο» μὲ τὸν Χρι­στὸ (Φιλ. γ’, 10). Ὅ­πως ὁ Χρι­στὸς «καίπερ υἱ­ός, ἔ­μα­θεν ἀφ᾿ ὧν ἔ­πα­θε τὴν ὑ­πα­κο­ὴν» (Ἑ­βρ. ε’, 8), ἔ­τσι καὶ ἐ­μεῖς πρέ­πει νὰ «τρέ­χω­μεν δι᾿ ὑ­πο­μο­νῆς τὸν προ­κεί­με­νον ἡ­μῖν ἀ­γῶ­να, ἀ­φο­ρῶν­τες εἰς τὸν τῆς πί­στε­ως ἀρ­χη­γὸν καὶ τε­λει­ω­τὴν Ἰ­η­σοῦν, ὃς … ὑ­πέ­μει­νε σταυ­ρὸν» (Ἑ­βρ. ιβ’, 1 ἑξ.).

Ἂν οἱ Χρι­στια­νοὶ «πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρω­μεν» τὸ κά­νου­με «ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι ἡ­μῶν φα­νε­ρω­θῇ» (Β’ Κορ. δ’, 10), για­τί «ὑ­μῖν ἐ­χα­ρί­σθη τὸ ὑ­πὲρ Χρι­στοῦ, οὐ μό­νον εἰς αὐ­τὸν πι­στεύ­ειν, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ὑ­πὲρ αὐ­τοῦ πά­σχειν» (Φιλ. α’, 29). Ὄ­χι μό­νο «δι­ό­τι ἡ βρα­χεί­ας δι­αρ­κεί­ας, δι­ὰ τοῦ­το δὲ καὶ ἐ­λα­φρά, θλῖ­ψις μας, ἀ­περ­γά­ζε­ται καὶ φέ­ρει ὡς κέρ­δος εἰς ἡ­μᾶς αἰ­ώ­νι­ον βά­ρος δό­ξης, ὑ­περ­βο­λι­κὰ με­γά­λο καὶ ἀ­φάν­τα­στο» (Β’ Κορ. δ’, 17) με­τὰ τὸν θά­να­το, ἀλ­λὰ ἤ­δη ἀ­πὸ τώ­ρα κα­τερ­γά­ζε­ται τὴν χαρ­ά. Χα­ρὰ στὴν ὁ­ποί­α ὁ Πέ­τρος κα­λεῖ τοὺς πι­στοὺς ἐ­πει­δὴ «κοι­νω­νοῦν τοῖς τοῦ Χρι­στοῦ πα­θή­μα­σι» γιὰ νὰ γνω­ρί­σουν τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Πνεύ­μα­τος τοῦ Θε­οῦ, τοῦ Πνεύ­μα­τος τῆς δό­ξης (Α’ Πε­τρ. δ’, 13 ἑξ.). Χα­ρὰ τοῦ Παύ­λου «ἐν τοῖς πα­θή­μα­σιν [αὐ­τοῦ]» ποὺ τὰ ὑ­πο­μέ­νει γιὰ νὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ «ἀν­τα­να­πλη­ροῖ τἀ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί [αὐτοῦ] ὑπέρ τοῦ Σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολ. α’, 24).

Ἀ­κα­τά­βλη­τος ἀ­γω­νι­στής, ἀ­δελ­φοί, ὁ Ἀπόστολος Παῦ­λος μέ­νει παν­το­τι­νὸ ὑ­πό­δειγ­μα ἀ­γώ­νων γιὰ τὴν πί­στι καὶ τὴν ἀ­λή­θει­α. Ζη­τεῖ καὶ σή­με­ρα αὐ­τοὺς ποὺ θὰ τὸν μι­μη­θοῦν.

Ἐκεῖνος πά­λεψε τό­τε γι­γάν­τι­α μέ­σα σ᾿ ­να κό­σμο ε­δω­λο­λα­τρι­κό.

Σήμερα κα­λού­με­θα ν᾿ ­γω­νι­σθο­με μέ­σα σ᾿ ­να κό­σμο πο­λυ­ει­δν κρί­σε­ων (ο­κο­νο­μι­κς, ­γει­ο­νο­μι­κς, ­ξι­ν κ. τ. ὅ.) γι ν πα­ρου­σι­ά­σω­με ζων­τα­ν κα ζέ­ου­σα α­τν τν πί­στι κα τν ­λή­θει­α το Χρι­στο, πο ­κε­νος ­κή­ρυ­ξε κα μ τν μαρ­τυ­ρι­κ θά­να­τό του ­πε­σφρά­γι­σε.

Εὐ­χη­θῆ­τε, Ἅ­γι­οι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, εὐ­γνώ­μο­νες ἐ­μεῖς οἱ Κο­ρίν­θι­οι στὸν Ἀ­πό­στο­λό μας, Ἔ­φο­ρο καὶ πο­λι­οῦ­χο μας. Εὐ­γνώ­μο­νες ὅ­λοι οἱ Ἕλ­λη­νες στὸν Ἀ­πό­στο­λο τῆς Ἑλ­λά­δος νὰ γί­νου­με μι­μη­τές Του, ὅ­πως Αὐ­τὸς ἔ­γι­νε μι­μη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­μήν.

 

Ὁ Κεγχρεῶν Ἀγάπιος

                                                                                                                                                                                   29/6/2020