ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 16η

ρ. Πρωτ.       1601                             ν Κορίνθ τ Ἑορτῇ τῆς κατά

                                                           σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου 2013    

 

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 16η

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ

Πρός

τόν ερόν Κλρον, τίς Μοναστικές δελφότητες καί τόν Εσεβ Λαό τς Ἀποστολικῆς μαςερς Μητροπόλεως.

 

         Πολυαγαπημένοι Χριστιανοί μου,

 

Ὁ Ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους στίχους του ψάλλει γιά τά Χριστούγεννα: «Ὁ ἄναρχος ἄρχεται, ὁ Λόγος σαρκοῦται. Ὁ Δεσπότης ῥάκει σπαργανοῦται, ὁ ἀναφής ὡς βρέφος...» κι᾿ ἀναλογίζομαι:

Ἀ­λή­θει­α! Αὐ­τὰ τὰ φτω­χι­κὰ ση­μά­δι­α τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου μας, τὴν Φάτ­νη, τὰ σπάρ­γα­να μέ πό­ση λα­τρεί­α τὰ προ­σκύνη­σαν οἱ πι­στοὶ ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες;

Μὰ καὶ γι­ά πό­σους αὐ­τὰ δέν ἔ­γι­ναν «λί­θος προ­σκόμ­μα­τος» καὶ «πέ­τρα σκαν­δά­λου», κα­θὼς καὶ ὁ Σταυ­ρὸς Του με­τά;

Ὁ ἀν­θρώ­πι­νος νοῦς μέ ὑ­ψη­λο­φρο­σύ­νη ἀ­να­ζή­τη­σε τὸν Θε­ὸν στήν ἰ­σχὺ καὶ τὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ κό­σμου τού­του, παν­το­δύ­να­μο ἐ­λευ­θε­ρω­τή λα­ῶν ἢ μύ­στη καὶ δι­δά­σκα­λο τῆς ἐ­πι­γεί­ας σο­φί­ας.

Δέν πεί­στη­κε στούς λό­γους τῆς καρ­διᾶς, πού τα­πει­νὴ Τὸν ἀγ­κά­λι­α­ζε στήν φτω­χι­κὴ τὴν φάτ­νη! Γι᾿ αὐ­τὸ «Ἰ­ου­δαῖ­οι ση­μεῖ­ον αἰ­τοῦ­σι καὶ Ἕλ­λη­νες σο­φί­αν ζη­τοῦ­σιν» (Α’ Κορ α’, 22).

Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως, ὅ­ταν ἦρ­θε στήν γῆ ἄλ­λη σο­φί­α δὲ μᾶς πρό­σφε­ρε ἔ­ξω ἀ­πὸ ΄κεί­νη τῆς ὑ­ψί­στης ἀ­γά­πης πού κα­τε­βαί­νει ὡς τὰ βά­θη καὶ τῆς βα­θύτα­της τα­πει­νώ­σε­ως, πού ἀ­νε­βά­ζει ξα­νὰ στῆς ἀ­γά­πης τὰ ὕ­ψη...

Οἱ Προ­φῆ­τες τὸ εἶχαν προ­α­ναγ­γεί­λει: Εἰ­ρή­νη ὁ ἐρ­χο­μὸς Του. «Τό­τε θὰ βό­σκει ὁ λύ­κος μέ τὸ ἀρ­νί μα­ζί, κι ἡ λε­ο­πάρ­δα­λη θὰ ξε­κου­ρά­ζε­ται μέ τὸ κατ­σί­κι ἀν­τά­μα, τὸ μο­σχά­ρι, ὁ ταῦ­ρος καὶ τὸ λι­ον­τά­ρι μα­ζὶ θὰ βό­σκουν, κι ἕ­να μι­κρὸ παι­δὶ θὰ τὰ ὁ­δη­γεῖ» (Ἡ­σαΐ­ου ι­α’, 6).

Τὸ τρα­γού­δη­σαν οἱ Ἄγ­γε­λοι ἐ­κεί­νη τὴν φω­τει­νὴ νύ­κτα τῆς Γεν­νή­σε­ώς Του: «Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῷ καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη ἐν ἀν­θρώ­ποις εὐ­δο­κί­α» (Λουκ. β’, 14).

Τὸ εἶ­πε καὶ ὁ Ἴδι­ος ὁ Χρι­στός. Γι­ά ‘Κεῖ­νον ἄλλωστε εἶ­χε γραφ­τεῖ: ...«Εὐ­αγ­γε­λί­σα­σθαι πτω­χοῖς ἀ­πέ­σταλ­κέ με, ... κη­ρῦ­ξαι αἰχ­μα­λώ­τοις ἄ­φε­σιν καὶ τυ­φλοῖς ἀ­νά­βλε­ψιν, ἰ­ά­σα­σθαι τοὺς συν­τε­τρι­μέ­νους τὴν καρ­δί­αν...» (Λουκ. δ’, 18-19).

Ὤ! Αὐ­τὰ τὰ συν­τρίμ­μα­τα τῶν καρδιῶν, πού ἀ­δυ­σώ­πη­τα γύ­ρευ­αν τὴν εἰ­ρή­νη! Τὴν εἰ­ρή­νη, αὐ­τή τὴν με­γά­λη νο­σταλ­γί­α τῆς προ­χρι­στι­α­νι­κῆς ψυ­χῆς. Μά­ται­α οἱ ἄν­θρω­ποι αἰ­ῶ­νες τὴν κυ­νή­γη­σαν γι­ά νά τὴν φτά­σουν. Σκόν­ταφ­ταν πάν­τα στό «με­σό­τοι­χον τοῦ φραγ­μοῦ» (Ἐ­φεσ. β’, 14), πού τοὺς χώ­ρι­ζε ἀ­πὸ τὸν Δη­μι­ουρ­γὸ τους, τσα­κι­ζό­ταν στόν δι­κὸ τους, τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ δι­χα­σμό, ἐ­νῶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πύ­λη τῆς χα­μέ­νης Ἐ­δέμ, πού τὴν φύ­λα­γε τὸ Χε­ρου­βὶμ μέ τὴν πύ­ρι­νη ρομ­φαῖ­α, τὸ αἷ­μα τοῦ ἀ­δελ­φο­σκο­τω­μέ­νου Ἄ­βελ βο­οῦ­σε καὶ τὸ χά­σμα ἀ­νά­με­σα στόν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν συ­νάν­θρω­πο ὁ­λο­έ­να καὶ με­γά­λω­νε καὶ ἔ­χα­σκε βα­θὺ καὶ ὁ­λο­σκό­τει­νο...

Ὅ­μως μί­α σκο­τει­νὴ καὶ πα­γε­ρὴ νύ­κτα ἦλ­θε ὁ Εἰ­ρη­νο­ποι­ός, ὁ Συμ­φι­λι­ω­τής. Καὶ «ἐ­ξαίφ­νης» «δό­ξα Κυ­ρί­ου» πε­ρι­έ­λαμ­ψεν (Λουκ β’, 9) τοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἐ­να­γώ­νι­α πε­ρί­με­ναν. «Καὶ ἐλ­θὼν εὐ­ηγ­γε­λί­σα­το εἰ­ρή­νην ἡ­μῖν τοῖς μα­κρὰν καὶ τοῖς ἐγ­γὺς» (Ἐ­φεσ. β’, 17). Γι­α­τὶ τὸ βρέ­φος τῆς φάτ­νης, ὁ Υἱ­ὸς τῆς εὐ­δο­κί­ας τοῦ Πα­τρός, ξα­νοί­γει κι­ό­λας στό τέρ­μα τῆς ἐ­σχά­της τα­πει­νώ­σε­ώς Του, τὸν Σταυ­ρὸ καὶ τὴν Τα­φή, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ εἰ­κο­νί­ζουν οἱ Βυ­ζαν­τι­νοὶ ἁ­γι­ο­γρά­φοι, ζω­γρα­φί­ζον­τας τὸν Χρι­στὸ νή­πι­ο ἐ­σπαρ­γα­νω­μέ­νο μέ­σα σὲ μαρ­μά­ρι­νο κι­βού­ρι προ­δι­α­τυ­πώ­νον­τας τὸν τά­φο Του, καὶ προ­ση­μαί­νον­τας μέ τὰ σπάρ­γα­να τὸ σάβ­α­νό Του!

Ἀ­γα­πη­τά μου παι­δι­ά, Χριστιανοί μου εὐλογημένοι, ἀν­τη­χοῦν καὶ πά­λι στῆς νύ­κτας τὴν σι­γα­λι­ὰ τῆς καμ­πά­νας οἱ χαρ­μό­συ­νοι χτύ­ποι. Τὰ παι­δι­ὰ χθὲς κα­λάν­τι­σαν τὸν Ἐρ­χο­μὸ Του. Ἦρ­θε καὶ πά­λι στή γῆ μας – ἄ­ρα­γε μή­πως νά ΄χε καί πο­τέ λεί­ψει; - ὁ Χρι­στός, «ἡ ὄν­τως Εἰ­ρή­νη», ὁ Χρι­στός, ἡ Ἀ­γά­πη, ἁ­πα­λή, γλυ­κειά, ἀ­να­και­νι­στι­κή, «με­στὴ ἐ­λέ­ους» (Ἰ­ακ. γ’, 17), γι­ά νά φέ­ρει χα­ρά, φῶς ἐλ­πί­δα, πα­ρη­γο­ριά, ἐ­νί­σχυ­σι, θάρ­ρος. Νά φέ­ρει, τὴν σω­τη­ρί­α, τὴν λύ­τρω­σι, τὸν ἁ­γι­α­σμό!

Ἄ­ρα­γε, ἐ­σὺ ἄνθρωπε τοῦ Δυτικοῦ τάχα πολιτισμοῦ καί τῆς ὑλιστικῆς εὐμάρειας, πλήν πο­νε­μέ­νε ἄν­θρω­πε, τραυ­μα­τι­σμέ­νε ἀ­πὸ τὰ λά­θη σου, ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νε ἀ­πό τίς ἀ­νεκ­πλή­ρω­τες ὑ­πο­σχέ­σεις γι­ά τὴν εὐ­τυ­χί­α πού σοῦ ‘τά­ξαν ἀλ­λὰ πού δέν τὴν βρῆ­κες που­θε­νά, θὰ Τὸν δε­χθεῖς; Ρώ­τη­σε τὴν καρ­δι­ά σου. Ξέρεις τί θὰ σοῦ ‘πεῖ; Ὅτι εἶ­ναι και­ρὸς πι­ὰ αὐ­τὸς ὁ ὑ­περ­φί­α­λος καὶ τρα­γι­κὰ βα­σα­νι­σμέ­νος κό­σμος μας νά γο­να­τί­σει μπρο­στὰ στό σπή­λαι­ο τῆς Γεν­νή­σε­ώς Του γι­ά νά ἀ­σπα­στεῖ τὰ σπάρ­γα­να τῆς τα­πει­νώ­σε­ώς Του καὶ ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς του λα­τρευ­τι­κὰ ν’ ἀ­να­φω­νήσει, ν’ ἀ­να­φω­νή­σου­με ὅ­λοι μαζί: «Προ­σκυ­νοῦ­μέν σου τὴν Γέν­ναν Χρι­στέ. Δεῖ­ξον ἡ­μῖν καὶ τὰ θεῖ­α σου Θε­ο­φά­νει­α»!

Χρό­νι­α πολ­λὰ καὶ εὐ­λο­γη­μέ­να!  

 

Εὐχέτης διάπυρος καί στοργικός

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ 

Ο ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ

 

Σημείωσις.

παροσα νά ναγνωσθ π᾿ κκλησίαις κατά τήν Θ. Λειτουργίαν τν Χριστουγέννων.